Μα εγώ, δεν βλέπω τίποτα..
Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Λευκός καμβάς οι σκέψεις μου.
Μια παλέτα πεταμένη σε μια γωνιά και κάμποσα πινέλα λερωμένα με διαφορετικά χρώματα επάνω τους διάσπαρτα στο δωμάτιο.
Το χρώμα επάνω τους ξεραμένο που πότισε μέχρι και την λαβη.
Προσπάθησα να καθαρίσω τα πινέλα σε μια χούφτα απο δάκρυα, αλλά μάταια να ξεπλύνω το χρώμα της ψυχής τους.
Η δύναμη ανύπαρκτη επάνω τους.
Σκλαβωμένες πινελιές που μαστίγωναν τον καμβά σε κάθε άγγιγμά τους, ταλαιπωρημένες πιτσιλιές που θαύμαζαν αριστούργημα στα μάτια των άλλων.
Ο πόνος τους εμφανής μόνο σε δαύτα.
Μετρούσαν λάθη ζωγραφίζοντας ότι έβλεπαν στα μάτια του οδηγού τους.
Και μόλις τελείωναν την δουλειά τους έπεφταν αιμόφυρτα στο πάτωμα.
Η παλέτα είχε αρχίσει να χάνει το ωοειδές της σχήμα με απλωμένη όλη την ίριδα πάνω της, μπερδεμένα τα χρώματα στο κορμί της, να μην μπορεί να αντέξει άλλο τον πόνο.
Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του τρίποδα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου το ένα πινέλο δεν γνώριζε το άλλο, συνυπεύθυνα στο στυγερό έγκλημα που μόλις διέπραξαν, μα άλλοθί τους εγώ.
Κοιτώ τον καμβά που ώρες ερωτοτροπούσα.
Ένα κατάλευκο πανί που δεν το άγγιξε ποτέ του χρώμα.
Χειροκροτήματα και μπράβο για την πανδαισία χρωμάτων που τόσο όμορφα πλάγιασα το ένα μέσα στο άλλο μου λένε.
Μα εγώ δεν βλέπω τίποτα…