Γράφει η Λέλα Σακήλια
Προσπάθησα, το ξέρεις; Έβαλα τα δυνατά μου να σε βγάλω από το μυαλό μου, από την καρδιά μου, από κάθε μικρή γωνιά της καθημερινότητάς μου που έχεις καταλάβει. Έσβησα τα μηνύματα, έβαλα τις φωτογραφίες σε ένα κουτί, προσπάθησα να διαγράψω τη φωνή σου από τις σκέψεις μου. Μα δεν γίνεται.
Δεν είναι πως δεν θέλω. Θέλω. Θέλω να μπορώ να κοιτάζω μπροστά χωρίς να βλέπω την εικόνα σου να στέκεται εκεί, να με περιμένει. Θέλω να γελάω χωρίς να σκέφτομαι πώς γελούσαμε μαζί. Θέλω να ξυπνάω το πρωί χωρίς να περιμένω το μήνυμά σου. Θέλω να μπορώ να ζήσω χωρίς να με βαραίνει η απουσία σου.
Αλλά πώς ξεπερνάς κάποιον που έγινε τα πάντα σου; Πώς σβήνεις μια αγάπη που μπήκε τόσο βαθιά μέσα σου, που έγινε κομμάτι του εαυτού σου; Δεν είναι εύκολο, ούτε δίκαιο. Και όσο κι αν παλεύω, δεν ξέρω αν μπορώ.
Σε κουβαλάω ακόμα παντού. Στις σκέψεις μου, στα τραγούδια που κάποτε ήταν «δικά μας», στις διαδρομές που κάναμε μαζί. Όλα γύρω μου μου θυμίζουν εσένα. Και, ακόμα κι όταν προσπαθώ να απομακρυνθώ, νιώθω πως δεν θέλω πραγματικά να σε αφήσω πίσω.
Ξέρεις, ίσως τελικά να μην θέλω να σε ξεπεράσω. Ίσως ο φόβος πως, αν σε ξεχάσω, θα χάσω και ό,τι ζήσαμε, να είναι πιο δυνατός από την ανάγκη μου να προχωρήσω.
Και έτσι μένω εδώ, εγκλωβισμένη ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Θέλω να σε ξεπεράσω, μα δεν γίνεται. Ίσως γιατί, κατά βάθος, δεν θέλω να σταματήσεις ποτέ να είσαι το κομμάτι μου που αγάπησε με όλη του τη δύναμη. Και αυτό, όσο κι αν πονάει, είναι κάτι που δεν μπορώ να αφήσω πίσω.