Αν ήσουν εδώ, δεν θα ερχόταν ποτέ ο χειμώνας
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Νύχτωσε. Πάλι νύχτωσε. Πάλι τα ίδια.
Σκοτάδι έξω, σκοτάδι και μέσα! Τι σκοτάδι είναι αυτό;
Τόσα φώτα έχω ανάψει, γιατί δεν φέγγουν;
Τόσα φώτα έχω ανάψει, γιατί δεν φέγγουν;
Σηκώνομαι
Ψηλαφίζοντας τους τοίχους, σιγά σιγά, με βήματα διστακτικά, φτάνω μέχρι το ψυγείο.
Μια μπύρα χρειάζομαι, μια παγωμένη μπύρα, ίσως αυτή με βοηθήσει να σβήσω αυτό που με καίει μέσα μου.
Ψηλαφίζοντας τους τοίχους, σιγά σιγά, με βήματα διστακτικά, φτάνω μέχρι το ψυγείο.
Μια μπύρα χρειάζομαι, μια παγωμένη μπύρα, ίσως αυτή με βοηθήσει να σβήσω αυτό που με καίει μέσα μου.
Ναι, μια μπύρα τόσο παγωμένη, όσο και η ατμόσφαιρα του δωματίου.
Δεν καταλαβαίνω!
Αφού έχω κλείσει πόρτα και παράθυρα, πως μπαίνει αυτή η παγωνιά εδώ μέσα;
Από πού πέρασε αυτός ο χειμώνας και κάθισε στον καναπέ μου;
Τι πρόβλημα έχει μαζί μου και φυσάει όλον τον βοριά του πάνω μου;
Δεν καταλαβαίνω!
Προχθές που ήσουνα εδώ, είχε τόση ζέστη το δωμάτιο.
‘Ηταν τόσο φωτεινό, δεν καταλαβαίνω!
Αφού έχω κλείσει πόρτα και παράθυρα, πως μπαίνει αυτή η παγωνιά εδώ μέσα;
Από πού πέρασε αυτός ο χειμώνας και κάθισε στον καναπέ μου;
Τι πρόβλημα έχει μαζί μου και φυσάει όλον τον βοριά του πάνω μου;
Δεν καταλαβαίνω!
Προχθές που ήσουνα εδώ, είχε τόση ζέστη το δωμάτιο.
‘Ηταν τόσο φωτεινό, δεν καταλαβαίνω!
Γυρνάω πάλι στον καναπέ.
Σκοντάφτω στο τραπεζάκι του σαλονιού, δεν πόνεσα!
Χαμογελάω μόνο και σκέφτομαι ότι αν ήσουνα εδώ, θα είχες ξεκαρδιστεί που σκόνταψα.
Χαμογελάω μόνο και σκέφτομαι ότι αν ήσουνα εδώ, θα είχες ξεκαρδιστεί που σκόνταψα.
Κάθομαι.
Ανοίγω την μπύρα μου και στρίβω ένα τσιγάρο.
Πίνω την πρώτη γούλια, τραβάω μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο μου και πέφτω πίσω στον καναπέ με τα ματιά κλειστά.
Απόλαυση!!!
Πίνω την πρώτη γούλια, τραβάω μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο μου και πέφτω πίσω στον καναπέ με τα ματιά κλειστά.
Απόλαυση!!!
Στην γωνιά μου κάθομαι, στην δική σου κάθεται ο χειμώνας.
Αν ήσουνα εδώ, θα τον έδιωχνα με τις κλοτσιές, που τόλμησε να καθίσει στην θέση σου.
Αφού λείπεις όμως, άστον ας κάθεται, να έχω και εγώ λίγη παρέα μωρέ…
Αν ήσουνα εδώ, θα τον έδιωχνα με τις κλοτσιές, που τόλμησε να καθίσει στην θέση σου.
Αφού λείπεις όμως, άστον ας κάθεται, να έχω και εγώ λίγη παρέα μωρέ…
Πιάνω το κινητό μου, δεν έχω μήνυμα.
Μπαίνω στις φωτογραφίες και φτάνω στην δική σου.
Θεέ μου! Τι όμορφη που είσαι! Αν ήσουνα εδώ, θα στο έλεγα.
Μπαίνω στις φωτογραφίες και φτάνω στην δική σου.
Θεέ μου! Τι όμορφη που είσαι! Αν ήσουνα εδώ, θα στο έλεγα.
Ξαφνικά από έξω ακούγεται ένας θόρυβος.
Μήπως ήρθε, σκέφτομαι, και σταματάω να αναπνέω….
Μπαα, μάλλον εκείνη η λεύκη γάτα θα είναι που έρχεται και τρίβεται στα ποδιά σου…
Μήπως ήρθε, σκέφτομαι, και σταματάω να αναπνέω….
Μπαα, μάλλον εκείνη η λεύκη γάτα θα είναι που έρχεται και τρίβεται στα ποδιά σου…
Τι ησυχία είναι αυτή; Ο χειμώνας δεν μου μιλάει.
Συνεχίζει να φυσά πάνω μου, άλλα δεν λέει κουβέντα.
Άσε που και εγώ δεν έχω καμιά όρεξη για κουβέντες απόψε.
Συνεχίζει να φυσά πάνω μου, άλλα δεν λέει κουβέντα.
Άσε που και εγώ δεν έχω καμιά όρεξη για κουβέντες απόψε.
Μόλις έβαλε στον KISS, εκείνο το τραγούδι της Adele που σου αρέσει.
Αν ήσουνα εδώ, τώρα θα το σιγοτραγουδούσες και εγώ σαν χαζός, θα σε χάζευα με εκείνο το λοξό βλέμμα μου που σε νευριάζει.
Αν ήσουνα εδώ, τώρα θα το σιγοτραγουδούσες και εγώ σαν χαζός, θα σε χάζευα με εκείνο το λοξό βλέμμα μου που σε νευριάζει.
Γαμώτο, αργεί να ξημερώσει;
Αν ήσουνα εδώ, τώρα θα κοιμόμασταν.
Απόψε όμως, δεν έχω ύπνο…
Καθόλου δεν νυστάζω.