Γράφει ο Τάσος Ζαννής
Ένας μήνας αναμονή
για πέντε μέρες απόδρασης.
έμοιαζαν λίγες,
μα ήταν ό,τι είχαν.
Αύγουστος στο νησί,
μαζί.
Εκείνη,
το πιο αγνό πλάσμα
με το γλυκό χαμόγελο,
τα σκαλωτικά μάτια,
να παίζει κιθάρα
και να εξαπολύει μελωδίες
που γεμίζουν τον κόσμο
με ασύλληπτες δόσεις φωτεινότητας.
Εκείνος,
ένας hopeless wanderer,
του έχει πολιορκήσει την ψυχή,
δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από τα δικά της,
την κοζάρει από πάνω μέχρι κάτω,
ασταμάτητα,
αδιάκοπα.
Τον αιχμαλωτίζει με ένα απλό βλέμμα.
Κι αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει
ήταν το πώς δεν βλέπει η ίδια
τα αστέρια στα μάτια της.
Αύγουστος στο νησί,
μαζί.
Εκείνη τον αγκαλιάζει στη μηχανή,
εκείνος την προσέχει.
Εκείνη χορεύει.
εκείνος τη συνοδεύει.
Εκείνη ακούει Paper Kites,
εκείνος τρελαίνεται που τους ξέρει,
εκείνη επιμένει στο “Bloom”,
γιατί “ταιριάζει στην περίσταση”,
εκείνος χαμογελάει,
γιατί ξέρει ότι όντως συμβαίνει.
Εκείνη ανάβει τσιγάρο,
εκείνος φλέγεται μέσα του.
Εκείνη πίνει τζιν,
εκείνος πίνει μαστίχα.
Εκείνη πίνει μαστίχα,
εκείνος πίνει τζιν.
Εκείνη νιώθει ζωντανή
μέσα από εκείνον.
εκείνος νιώθει ζωντανός
μέσα από εκείνη.
Εκείνη του πιάνει το χέρι,
εκείνος νιώθει την καρδιά του να χτυπάει
λες και είναι ξανά 18.
Εκείνη κλείνει τα μάτια,
εκείνος τη χαϊδεύει.
Εκείνη τον κοιτάζει,
εκείνος χαμογελάει.
Εκείνη τον αγγίζει,
εκείνος τη φιλάει.
Εκείνη χαζογελάει,
εκείνος χαζογελάει.
Και μαζί
γίνονται χρωματιστά πυροτεχνήματα
που λάμπουν ψηλά στον ουρανό.
Κάπου εκεί
καταφέρνουν να δουν πιο πέρα,
θάλασσες με κύματα
που σκάνε με δύναμη στη στεριά,
γεμάτες αφρό να γυαλίζουν από τον ήλιο,
λες κι έχουν ποτιστεί με ευτυχία.
Κάπου εκεί
αφήνουν το καλοκαίρι
να γράψει μέσα τους αναμνήσεις
που θα αντέξουν στη μεγέθυνση του χειμώνα,
όλες μεγάλες και φωτεινές,
σαν θαύματα.
Τα ζαλισμένα τους μυαλά
στροβιλίζονται
όλο το ξημέρωμα,
μέχρι που χάνονται μαζί
στα σοκάκια της πόλης.
Πιάνει το χέρι της
και της υπόσχεται ότι
μαζί
θα δουν τα ομορφότερα ηλιοβασιλέματα.
Οι νύχτες του καλοκαιριού
έμοιαζαν ευλογημένα ατελείωτες
όσο οι αστερισμοί έλαμπαν
από πάνω τους,
και εκείνοι χάνονταν
στο άπειρο του ουρανού.
Και τότε ένιωσε μια ακατανίκητη επιθυμία
να βουτήξει κι εκείνος
σ’ αυτή τη βαθιά θάλασσα των αισθήσεων.
Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία
όταν ήταν μαζί.
Εκείνο το βράδυ
τα μάτια της
ήταν το πιο όμορφο ποίημα στον κόσμο.
[ ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί ]