Γράφει η Ματίνα Νικάκη
Το υπέροχο καλοκαίρι, αυτή η εποχή που είναι τόσο εγώ. Ο ήλιος, το φως του, η αντανάκλαση του στην επιφάνεια της θάλασσας. Η ανεμελιά, διακοπές, γέλια, μπάνια, παγωτά πασαλειμενη στη μύτη, το μάγουλο και το πηγούνι μου.
Ε και τι έγινε;
Το κοριτσάκι μέσα μου, πιο χαρούμενο από ποτέ, αυτό έγινε. Η εκδοχή μου που λατρεύω, που είναι τόσο εγώ. Σαν να τρέχω ξυπόλυτη πάνω στη ζέστη άμμο, κυνηγώντας όλα τα χαμόγελα που κρέμονται απ’ τις ακτίνες του ήλιου, να τα κάνω δικά μου.
Τίποτα δεν άλλαξε, ούτε όταν ήρθες στη ζωή μου. Ίδια, ένα χαρούμενο καλοκαίρι ολόκληρη, δίπλα σου.
Κάπου πάνω στην Ελλάδα, θυμάσαι; Στο Ιόνιο που αγαπάμε και οι δύο, μετά από ώρες πάνω σε δύο ξαπλώστρες. Κοιτάζοντας τη θάλασσα, χαμένοι στις σκέψεις μας. Με κοιτούσες και χανοσουν πάλι. Σου έπιανα το χέρι ενώ διάβαζα εκείνο το βιβλίο.
Απογευματάκι.
-Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;
-Ναι πείνασα. Πάμε, εδώ θέλω να κάτσουμε, δίπλα στη θάλασσα.
Σ’ αυτό το ταβερνάκι, με τις ψάθινες καρέκλες και τα μπλέ άσπρο καρώ τραπεζομάντηλα. Σ’ εκείνο το τραπέζι, πάνω στα βότσαλα.
-Θαλασσινά να πάρουμε.
-Ότι θες εσύ.
Ποτέ δε μου χαλάς χατίρι.
-Στην υγειά μας.
-Στην αγάπη μας.
Σαν τα παιδιά, που μόλις φάνε δεν τα χωράει ο τόπος, σηκώνομαι.
-Πάω να βρεξω τα πόδια μου στη θάλασσα.
Μου χαμογελάς, τι να απαντήσεις; Λες όχι στα παιδιά;
Δεν ξεκολλάς τα μάτια σου από πάνω μου, ούτε στιγμή. Αφού επιστρέχω, σε φιλάω και κάθομαι απέναντι σου. Βουτάω ψωμί στο λάδι και σηκώνω το ποτήρι μου ψηλά.
-Για πάντα καλοκαίρι. Είσαι εσύ, το καλοκαίρι μου!
Με κοιτάς χαμογελαστός και τα μάτια σου λάμπουν.
-Πόσο όμορφη είσαι; ψιθυρίζεις
-Σ’ αγαπάω!
-Πόσο υπέροχη είσαι;
-Σ’ αγαπάω.
-Το λατρεύω αυτό κοριτσάκι που έχεις μέσα σου, σου λέω!
-Αυτό να δεις πόσο σ’ αγαπάει. Που το αφήνεις να είναι παιδί. Που το αφήνεις να ζήσει την παιδικοτητα που του στέρησαν. Που σε νοιάζει αν γελάει επιτέλους και δεν το βάζεις συνέχεια τιμωρίες.
Σ’ ευχαριστώ που το κάνεις χαρούμενο. Που δεν παραπονιέται πια…
Που είναι επιτέλους παιδί, μέσα στην αγκαλιά σου…