Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
«Χρόνο…Θέλω χρόνο!», μου είπες εκείνο το βράδυ, λίγο πριν φύγεις. Μα η αμήχανη σιωπή και το χαμηλωμένο βλέμμα σου μου είπαν άλλα. Όχι, δεν ήθελες χρόνο, την ελευθερία σου ήθελες, την ελευθερία που καιρό τώρα ένιωθες ότι σου στερώ. Και η τελευταία φράση σου ακόμα ηχεί στο μυαλό μου. «Φεύγω…Τα λέμε!».
Κι έφυγες. Η πόρτα έκλεισε πίσω σου κι εγώ έμεινα μόνη, να ψάχνω απαντήσεις στα λόγια που δεν τόλμησες να πεις. Ο χρόνος σταμάτησε κι όλα έγιναν μια εικόνα παγωμένη. Κι εγώ σαν μαριονέτα συνέχισα να ζω. Χωρίς εσένα! Κι όσο κι αν σου φώναζα μέσα στις σιωπές μας πως σ’ αγαπώ, πως μου λείπεις, πως σε περιμένω, εσύ δεν ήσουν πουθενά.
Πέρασε καιρός. Η μορφή σου ξεθώριασε και δεν θυμάμαι πια τη φωνή σου. Συνήθισα να υπάρχω μόνη μου και σταμάτησα να σε ψάχνω. Και πάνω που ξεκίνησα να ζω χωρίς εσένα, εσύ ξαναγύρισες.
Με μια συγγνώμη κι ένα αχνό χαμόγελο θέλησες να διαγράψεις τον καιρό της απουσίας σου και να συνεχίσουμε τη ζωή μας, σαν να μην έφυγες ποτέ.
Κάπου μέσα σου ήσουν σίγουρος πως εξακολουθείς εσύ να αποφασίζεις και για τους δύο, πως δεν χρειάζονται εξηγήσεις, πως το ότι γύρισες αρκεί.
Μόνο που τώρα πια είναι αργά. Βλέπεις, πάντα η ζωή επιστρέφει συμπεριφορές. Και αυτό που δεν είχες ποτέ υπολογίσει, είναι ότι ο χρόνος που σου δόθηκε, δόθηκε και σε μένα. Κι εγώ με τον καιρό συνήθισα την απουσία σου. Έμαθα πια να ζω χωρίς εσένα. Δεν μου λείπεις, δεν σε χρειάζομαι, δεν σε θυμάμαι.
Και τώρα είναι η σειρά μου να φύγω. Μην με ψάξεις! Όσο κι αν προσπαθήσεις, δεν θα με βρεις πουθενά. Όταν με είχες, δεν με ήθελες. Τώρα που με θέλεις, δεν μπορείς να με έχεις! Φεύγω, λοιπόν! Αντίο! Για εμάς τους δυο είναι πλέον αργά!…