Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Έφυγες και άφησα τη ζωή μου κενή και άδεια, για να μπορώ να σου γράφω όποτε θέλω. Από τη μέρα που είπαμε εκείνο το αντίο για χιλιοστή φορά, εγώ συνέχισα να επιμένω μήπως και φανείς. Συνέχισα να γράφω τη ζωή μου σε μια κόλα λευκό χαρτί και να τη στέλνω σε ένα παραλήπτη, που έγινε άγνωστος και ξένος, χωρίς να ξέρω ακόμα το γιατί. Θα μου πεις τόσα χρόνια σου γράφω, ακόμα δεν έμαθα;
Ό,τι και να πεις δίκιο θα ‘χεις. Ό,τι και να με ρωτήσεις, δε ξέρω τι να σου απαντήσω. Τα είχαμε πει και ξαναπεί άλλες τόσες φορές. Δεν ξέρω γιατί έρχεσαι στον ύπνο μου τα βράδια, γιατί σε σκέφτομαι ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας, τι με έκανε να αισθάνομαι τόσα πολλά μετά από τόσο καιρό απουσίας σου, που δε λένε να φύγουν.
Και εσύ πάντα στο ίδιο όνειρο σαν σκοτεινός άνθρωπος μιας ψεύτικης ιστορίας. Να βρίσκεσαι κρυμμένος στο λαγούμι σου χωρίς σημάδια ζωής, άφαντος και εξαφανισμένος. Να χάνεσαι και να εμφανίζεσαι δήθεν τυχαία, μήπως στον επόμενο εφιάλτη σε συναντήσω πάλι με κάποια άλλη αγκαλιά.
Κάθε φορά σε ψάχνω σε αναπάντητα γιατί και σε γράμματα που γυρνούν και πάλι πίσω, με το υστερόγραφο πως ο παραλήπτης ανήκει αλλού. Σκέφτομαι πως πάλι παίζεις το φυγά, αλλά αυτή τη φορά δε θα ‘χει επιστροφή. Το έβαλες στα πόδια και δε κοίταξες πίσω σου ξανά.
Και τώρα ναι, η απόφαση μου είναι ότι σου γράφω για τελευταία φορά. Κουράστηκα να προσπαθώ για μια απάντηση που δε θα ‘ρθει ποτέ αλλά και το μελάνι τελειώνει, τα λόγια στενεύουν και η καρδιά μου δεν έχει άλλο πόνο να μοιραστεί. Τον ξόδεψε όλο και στέγνωσε. Και μετά κενό. Κενό με απόσταση να με συνοδεύουν. Ποτέ δε μου έδωσες τη δεύτερη ευκαιρία που ζήτησα και αυτή είναι η τελευταία φορά που στη ζητώ, μήπως το αίσθημα γίνει κρυφή ανάμνηση και ξεχαστεί.