Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Δευτερόλεπτα πιο μακριά από την καρδιά μου, ένας χτύπος ξένος ακούγεται. Εκατοστά πιο μακριά από το μυαλό μου κι η σκέψη ξεσκεπάζει πτώματα. Θαμμένες εικόνες και λόγια πεθαμένα.
Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς του κάστρου μου ξυπνά, να υπερασπιστεί ό, τι σε εκείνον ανήκει. Τα βήματά του βαριά σέρνονται στα πατώματα. Ανατριχιαστικός ο ήχος του σπαθιού του που ξύνει τους τοίχους μου κι οι αναμνήσεις, σαν τα ποντίκια, τρέχουν φοβισμένες να κρυφτούν στις χαραμάδες.
Το ιερό βιβλίο της λήθης και της μνήμης απόψε ανοίγει. Εικόνες που φωτογράφισαν τα μάτια και που η ψυχή με ξόρκια τις κλείδωσε στα σκοτεινά της μπουντρούμια, τώρα αγριεμένες να δραπετεύσουν παλεύουν. Πεινάνε για φως, διψάνε για δάκρυα. Το παρελθόν απόψε απειλεί να γκρεμίσει τα τείχη μου.
Μα, αρνούμαι να εγκαταλείψω τη μάχη. Εγώ ο κλειδοκράτωρ του μυαλού μου, εγώ και ο φρουρός! Την σκόνη που άφησαν τα συντρίμια σου μέσα μου, ακόμη παλεύω να καθαρίσω, γιανα ανασάνει η ψυχή μου καθαρό τον αέρα. Κι ήρθες εσύ σαν άνεμος να την σκορπίσεις κ πάλι;
Είδα στα όνειρα φωτιές να καίνε, στάχτη να γίνονται. Άκουσα μέσα μου φωνές, σαν θεριά πληγιασμένα, να ουρλιάζουν, να ικετεύουν για λύτρωση. Και ξωπίσω τους εγώ να τρέχω να μαζεύω ο, τι είχε ελπίδα να σωθεί. Μα, τι να σώσει κάνεις απ’τα συντρίμια μιας ψυχής που αιμορραγεί; Μόνο ο λήθαργος μπορούσε να της δώσει χρόνο, να βρει το γιατρικό.
Μια χαρά κοιμόσουνα, διάολε! Κατάφερα ξανά να χτίσω ολόκληρο τον εαυτό μου. Τώρα που ξύπνησες, πάλι την πολιτεία τη δική μου ορέγεσαι να πολιορκήσεις; Τι στην ευχή ζητάς; Δεν έμεινε τίποτα να λεηλατήσεις από έναν άνθρωπο που όσα είχε να δώσει, τα έδωσε. Ξέχασα ακόμη και πώς να είμαι το θύμα! Αλήθεια, μήπως πρέπει να ζητήσω και συγγνώμη; Λυπάμαι, θα πω. Ένας μαρμαρωμένος είμαι μόνο βασιλιάς, που φόβο δε νιώθει πια κανένα!