Γράφει η Γεώρα
Δεν μπορούσα εύκολα να στεριώσω κάπου. Συνεχώς ταξίδευα. Πότε με το νου και πότε με το σώμα. Έψαχνα την αποδοχή. Κάποιες φορές από τους άλλους, κάποιες από εμένα. Ζόρικα τα πράγματα όταν έχουμε να αναμετρηθούμε με εμάς. Εκεί η αποδοχή έχει άλλη βαρύτητα. Άλλη σημασία.
Όταν κατάλαβα πως έπρεπε να συμφιλιωθώ με την ιδέα, πως δεν γίνεται να ψάχνω την αποδοχή από τους άλλους, γιατί αυτό που έκανα δεν είχε νόημα, βρέθηκα στο δρόμο προς την ευτυχία.
Εκεί είναι που εμφανίστηκες εσύ και με περίσσιο θάρρος και λίγο θράσος μου «κοπάνησες» το λάθος μου, δίχως να σκεφτείς πως μπορεί όλο αυτό να πλήξει τον εγωισμό μου.
Και εγώ που νόμιζα πως ο εγωισμός μου θα ανασκουμπωθεί και θα σηκώσει τείχη για να σε αντιμετωπίσει, στάλθηκε στην εντατική. Πάλευα για να βρω ένα του ίχνος, να τον ακούσω λίγο, κάτι να μου σιγοψιθυρίσει.
Μα εκείνος καθόταν και φλέρταρε με τον έρωτά σου. Κάπου εκεί κατάλαβα λοιπόν, πως εμείς οι δύο θα μπλέκαμε τρυφερά σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη για εμάς.
Τι σου είναι τα αντίθετα όμως, σε κάνουν να στεριώσεις σε προορισμούς που ούτε μπορούσες να φανταστείς. Σε κάνουν να θέλεις το ταξίδι σου να έχει μόνο ένα άρωμα! Εκείνο που είναι πολύ πολύ προσωπικά δικό σου!