Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Περνάει η ζωή και εγώ τη νιώθω ανάμεσα σε μισοτελειωμένα κείμενα, σε καρδιές σε ημερολόγια και σε άπειρα μικρά χαρτάκια στοιβαγμένα εδώ και εκεί που γράφουν πάνω λέξεις και φράσεις που θέλω κάπου να συμπεριλάβω μα τελικά δεν καταφέρνω.
Περνάει η ζωή μας και εμείς τη ζούμε ανάμεσα σε social media , σε κινητά και σε δουλειά! Πολλή δουλειά χωρίς στην ουσία να ζούμε.
Δεν βγαίνουν πια οι άνθρωποι, δεν επικοινωνούν και δεν φλερτάρουν, δεν αγαπάνε.
Και εγώ, ότι νιώθω το γράφω σε ένα χαρτί. Κάποιες φορές ακόμα και σε κενές σελίδες που βρισκω μπροστά μου, για να μην το ξεχάσω. Όμως και που το γράφω, τις περισσότερες φορές δεν πιάνει τόπο, μένει εκεί σε ένα χαρτί. Ένα χαρτί που μοιράζεται τη μοναξιά του με τη δική μου μοναξιά, γιατί έτσι όπως γίναμε μείναμε οι δυο μας. Θα ήθελα τόσο πολύ να δώσω σε κάποιον ένα από αυτά τα χαρτάκια, σε ένα περαστικό, όχι απαραίτητα γνωστό. Να δω πως θα αντιδράσει, τι θα πει και τι θα κάνει, αν θα το πετάξει, αν θα το κρατήσει, αν θα το νιώθει και αν θα το αγαπήσει όπως και εγώ.
Ο κόσμος μας πια μισός. Μισά αισθήματα και μισά συναισθήματα.
Μισοτελειωμένοι έρωτες, απωθημένα, μισόλογα, κατάντια γενικά.
Έρωτες που έφυγαν όταν σε γλέντησαν, απωθημένα που σε έκοψαν στα δυο.
Αγάπες που είδαν την πρώτη δυσκολία και έφυγαν λες και έγινε κάτι τόσο τραγικό με τη δικαιολογίας «δεν μπορώ , λυπάμαι»
Λυπάσαι; Τι είναι αυτό που λυπάσαι στ’ αλήθεια;
Λυπάσαι μάλλον τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτόν που δεν κατάφερες να δαμάσεις, να τον παροτρύνεις να γίνει καλύτερος, να παλέψει για ότι αξίζει και όσα νιώθει.
Λυπάσαι για τον εαυτό σου μάγκα μου γι’ αυτό και φεύγεις, γι’αυτό και στην πρώτη δυσκολία σηκώνεις τα χέρια ψηλά και παραιτείσαι από τη μάχη.
Αλλά δεν πειράζει, όσο αυτός ο κόσμος θα χαλάει και θα γίνεται χειρότερος εγώ θα γράφω στις σελίδες μου τους προβληματισμούς μου, τους έρωτες μου και τα απωθημένα μου, μέχρι να έρθει ο λογαριασμός. Μα μόλις έρθει ο λογαριασμός και σηκωθώ από το τραπέζι, και θα αρχίσω να μοιράζω τις σκέψεις μου, τα χαρτάκια μου μέχρι να βρω ανθρώπους που νιώθουν ακόμα στ’ αλήθεια και δεν κρύβονται. Ανθρώπους που θα καθόμαστε μαζί και θα μιλάμε, ουσιαστικά, όμορφα, αληθινά, με συναισθήματα.