Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Όλα ξεκίνησαν απλά. Ακόμα και η πρώτη φράση που ανταλλάξαμε με ένα σύντομο « τι κάνεις», έκρυβε μια απλότητα και μια ηρεμία, λες και πίσω από αυτή κρυβόταν μια ζωή, που θέλαμε να μοιραστούμε.
Όλα απλά. Οι λέξεις μας, που έβγαιναν αβίαστα όταν κοιταζόμασταν στα μάτια, και η ροή των μηνυμάτων, που ανταλλάζαμε μέσα από την οθόνη του κινητού μας. Οι συνήθειές μας, που είχαν μια δόση τρέλας και οι συλλαβές μας, που συμπλήρωναν η μία την άλλη τόσο απλά, όσο κινούταν οι δείκτες του ρολογιού, όταν συναντιόμασταν κρυφά.
Όλα απλά. Ακόμα και το πρώτο σ’ αγαπώ, που ειπώθηκε ταυτόχρονα, λες και το είχαμε σχεδιάσει από καιρό. Μέχρι και οι ματιές μας ακόμα απλές ήταν, σα να ήθελαν μέσα τους να κρύψουν όλο το πάθος που νιώθαμε, όταν αγγίζαμε ο ένας τον άλλο.
Όλα απλά. Ακόμα και την απόσταση εμείς τη βλέπαμε μικρή, ενώ βρισκόμασταν χίλια μίλια μακριά. Τίποτα δε μας κρατούσε πίσω εμάς, τίποτα δε μας άφηνε στη τελευταία γραμμή να παλεύουμε για μια θέση που αξίζουμε. Ακόμα και τη καληνύχτα μας τη λέγαμε απλά, βρίσκοντας κάθε φορά έναν μοναδικό τρόπο να την εκφράσουμε, σα να μιλούσαμε στον ίδιο μας τον εαυτό, που λαχταρούσαμε να ακούμε.
Και ξαφνικά, το απλό έγινε, περίπλοκο. Η απόσταση έγινε εμπόδιο. Το σ’ αγαπώ , σε αφήνω και οι λέξεις στέγνωναν στο στόμα και γυρνούσαν πάλι πίσω. Το μαζί έγινε μόνο του σιωπηλά, και οι μέρες μακριά μετατράπηκαν σε βδομάδες και ύστερα σε μήνες. Τίποτα δεν ήταν απλό τελικά. Η απουσία έγινε εχθρός, τα μάτια μας θολό τοπίο σκεπασμένο από μαύρα σύννεφα και οι υποσχέσεις του για «πάντα» το κενό σημείο της ιστορίας μας.
Οι αναμνήσεις μας καραδοκούσαν σε μια ενδεχόμενη επιστροφή, και οι φωνές μας άλλαζαν τον τόνο τους, κάθε φορά που γυρνούσαμε στο παρελθόν, θέλοντας από κάπου να κρατηθούν, μη τυχόν ξεφύγουν και γεμίσουν ξανά ελπίδα. Αλλά από ποια ελπίδα να πιαστούν; Από αυτή που υπάρχει ακόμα ή από αυτή που πέθαινε όταν χαθήκαμε;