Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Όλοι θέλουν να πιστέψουν στο “για πάντα”.
Στην ιδέα πως κάτι θα κρατήσει, πως δεν θα αλλάξει, πως όσα είναι όμορφα θα παραμείνουν ανέγγιχτα από τον χρόνο.
Και ίσως αυτό να είναι το πιο μεγάλο ψέμα που λέμε στον εαυτό μας.
Γιατί τίποτα δεν κρατάει για πάντα.
Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή σου για να σε μάθουν, όχι για να μείνουν. Κάποιες αγάπες είναι προορισμένες να τελειώσουν, όχι επειδή δεν ήταν αληθινές, αλλά επειδή έπαιξαν τον ρόλο τους και τελείωσαν.
Κι όμως, δεν βλέπουμε την ημερομηνία λήξης.
Ή μάλλον, τη βλέπουμε, αλλά επιλέγουμε να την αγνοήσουμε.
Τη στιγμή που αρχίζεις να αισθάνεσαι μόνος, ακόμα κι όταν δεν είσαι.
Τη στιγμή που το “μαζί” γίνεται περισσότερο συνήθεια και λιγότερο επιλογή.
Τη στιγμή που η φωνή του άλλου δεν ακούγεται πια σαν ασφάλεια, αλλά σαν θόρυβος στο βάθος.
Και αντί να φύγουμε, μένουμε.
Μένουμε γιατί φοβόμαστε το τέλος, γιατί προτιμάμε να ζούμε σε ένα “για πάντα” που ξεθωριάζει, παρά να παραδεχτούμε πως έχει ήδη τελειώσει.
Αλλά το “για πάντα” δεν ρωτάει.
Όταν έρθει η ώρα του, φεύγει. Και το ερώτημα δεν είναι αν θα λήξει, αλλά αν θα έχεις δει το τέλος πριν σε βρει απροετοίμαστο.
Γιατί τίποτα δεν είναι πιο σκληρό από το να ξυπνήσεις μια μέρα και να καταλάβεις πως κάτι είχε τελειώσει εδώ και καιρό, κι εσύ απλά δεν ήθελες να το δεις.