Στις ευκαιρίες της ζωής, μετράω μέχρι το δύο. Μετά, φεύγω.


Γράφει η Κέλλυ Μπόζα
Κάπου σε κάποιο τοίχο της πολύβουης Αθήνας διάβασα “την πρώτη φορά είναι λάθος, την δεύτερη επιλογή”.
Κουμπώθηκα καλύτερα και έφυγα βιαστική.
Σαν κάτι να με κυνηγούσε, να με ωθούσε στη φυγή.
Ήταν οι σκέψεις που μου γεννήθηκαν από αυτή τη φράση.
Ήταν μνήμες που κοιμόντουσαν ήρεμες και ξύπνησαν βίαια αυτό το παγερό πρωινό.
Χώθηκα σε ένα cafe.
Ήταν λες και ήθελα να κρυφτώ στην ασφάλεια ενός μικρού, ζεστού χώρου.
Κάθε γουλιά του καφέ εισχωρούσε σαν δηλητήριο στις φλέβες μου.
Ότι έκρυβα καλά σε συρταράκια του μυαλού μου, είχαν ξεχυθεί και κινούνταν άναρχα.
Ζητούσαν προσοχή. Την προσοχή που δεν τους έδωσα τότε από δειλία μήπως πονέσω περισσότερο.
Ποτέ δεν ήμουν απόλυτος άνθρωπος.
Η σκέψη μου ήθελα να είναι ανοιχτή και δίνω χρόνο στους ανθρώπους, να μην τους κρίνω από την πρώτη εντύπωση.
Αυτό με ακολούθησε και στις σχέσεις μου. Ευκαιρίες, πολλές ευκαιρίες. Χρόνος, τρεχούμενος χρόνος. Υπομονή, ακούραστη υπομονή.
Μπορούσα με έναν μαγικό τρόπο να μπαίνω και στη θέση του άλλου και έτσι να τον δικαιολογώ στις εκάστοτε καταστάσεις.
Και κάπου εκεί αδικούσα λίγο τον εαυτό μου.
Με τον φόβο μην γίνω εγωίστρια, γινόμουνα ανεκτική σε πολλά που δεν έπρεπε να ανεκτώ.
Τελειωμένες καταστάσεις που συντηρούσα από αγάπη, συγγνώμες που δέχτηκα όταν πια δεν είχαν αξία, σ´αγαπώ που με πάγωναν περισσότερο και από το κρύο εκείνου του πρωινού.
Δεύτερη ευκαιρία;
Ναι θα την έχεις. Όλοι πρέπει να την έχουμε σε αυτή τη ζωή. Γιατι η ζωή ειναι πρεμιέρα και οχι πρόβα.
Και ξέρω πως από τη στιγμή που θα στην δώσω δεν θα έχω δικαιολογία. Θα είναι επιλογή και όχι άγουρο λάθος.
Και όχι δεν στο παίζω μεγαλόκαρδη που χαρίζει δεύτερες ευκαιρίες, όπως ένας ιερέας χαρίζει ευχές.
Το κάνω για την ψυχή μου.
Για να ξέρω ότι έδωσα ό,τι είχα χωρίς εγωισμό και συγκράτηση.
Και τώρα έχω να αναλογιστώ “λάθη” που χρεώθηκα για να αποδείξω πως αφού δεν εκτιμήσεις την πρώτη ευκαιρία, δεν θα εκτιμούσες ούτε την δεύτερη.
Αλλά και εγώ σε αυτές τις περιπτώσεις ξέρω να μετράω μόνο μέχρι το 2!
Μετά βάζω το παλτό μου και φεύγω.
Περπατάω κάπου στην Αθήνα και κουμπώνομαι καλύτερα όχι τόσο για να προφυλακτώ από το κρύο που με χτυπάει, αλλά για να ζεστάνω το ψύχος μέσα μου.