Γράφει η Σοφία Δημητρίου
Πέρασα αμέτρητες νύχτες προσπαθώντας να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Να με πείσω πως ό,τι ζήσαμε ήταν απλά μια παρένθεση. Κάτι που ήρθε, πέρασε και δεν άφησε σημάδια. Ήταν σχεδόν αστείο το πόσο επίμονη ήμουν στο να σου αφαιρώ σημασία, να μειώνω όσα ζήσαμε, να κάνω τα πάντα να μοιάζουν μικρά, σχεδόν ασήμαντα.
Αλλά δεν ήταν. Δεν ήταν καθόλου.
Κάθε φορά που έλεγα πως σε ξέχασα, ερχόταν μια ανάμνηση. Ένα βλέμμα, ένα γέλιο, ένα άγγιγμα που μου θύμιζε πως δεν είναι τόσο εύκολο να σβήσεις έναν άνθρωπο που άγγιξε την ψυχή σου. Προσπάθησα να γεμίσω τα κενά με άλλες σκέψεις, με άλλους ανθρώπους, με έναν βεβιασμένο ρυθμό ζωής που δεν άφηνε περιθώριο για σιωπές.
Μα η αλήθεια είναι πως εσύ ήσουν πάντα εκεί. Όχι σαν φάντασμα που στοιχειώνει, αλλά σαν μια ήσυχη, μόνιμη παρουσία που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Όσο κι αν πάλευα να σου κλείσω την πόρτα, εσύ έβρισκες πάντα έναν τρόπο να είσαι στο μυαλό μου.
Δεν νιώθω τίποτα για εσένα, έλεγα. Και όμως, κάθε φορά που έβλεπα κάτι που μας θύμιζε, η καρδιά μου έκανε εκείνο το μικρό, ανεπαίσθητο τίναγμα. Όχι από πόνο, αλλά από το βάρος των όσων δεν ειπώθηκαν.
Προσπάθησα πολύ να σε ξεγράψω, να κλείσω το κεφάλαιο και να το αφήσω πίσω. Αλλά μάλλον, κάποια κεφάλαια δεν κλείνουν ποτέ. Και ίσως δεν πειράζει. Ίσως δεν χρειάζεται να προσποιούμαι άλλο πως δεν νιώθω τίποτα για εσένα. Ίσως το ότι ένιωσα, έστω και για λίγο, να ήταν αρκετό για να μου θυμίσει πως υπήρξα ζωντανή. Και αυτό, από μόνο του, αξίζει να μείνει.