Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.
Λες πως δε χωράς σε ό,τι αγαπάς και ο πόνος σε θυμώνει.
Μα θα βρεις ξανά ένα σημάδι μες στο σκοτάδι.
Διότι έτσι έμαθες..
Συνήθισες και η συνήθεια βολεύει.
Νιώθεις πως δεν ανήκεις πουθενά, μα προσπαθείς κάπου να χωρέσεις.
Άλλοτε ασφυκτιάς, δε μπορείς να αναπνεύσεις και έρχεσαι στα όριά σου.
Άλλοτε πάλι μαλακώνεις και από επαναστάτης με ανυπότακτη καρδιά έχεις ανάγκη από ένα χάδι.
Και ας μην ταιριάζεις, και ας θυμώνεις..
Γιατί έμαθες στο σκοτάδι να βρίσκεις φως..
Γιατί έμαθες να χτίζεις κρατώντας στα χέρια σου ελπίδα και κουράγιο..
Με το πέρασμα του χρόνου γίνατε με την υπομονή οι καλύτεροι φίλοι.
Δεν ξέρω πόσο θα αντέξεις, αλήθεια σου λέω.
Τα πάντα κρέμονται από μια κλωστή.
Αρκεί πάντα να υπερβείς μια λεπτή γραμμή, ένα όριο.
Και μετά το χάος..
Η κόλαση η εσωτερική που μετατράπηκε σε καυτή λάβα και έκαψε τα πάντα μες στην αντάρα της.
Και ένα γιατί, που οι άλλοι θα κουβαλούν για καιρό μέσα τους και θα αναρωτιούνται..
“Αφού ήταν όλα εντάξει, τι έγινε ξαφνικά;”
Και εσύ θα απαντήσεις ξαναμμένος πως ποτέ δεν ήταν όλα εντάξει, απλά έκανες υπομονή, ίσως και να περίμενες την κατάλληλη στιγμή..
Γιατί προσπαθούσες να καταλάβεις, να κατανοήσεις πράγματα ανούσια και δυσνόητα και στην προσπάθεια αυτή σκόνταψες πολλές φορές.
Παραπάτησες, σκόνταψες, έπεσες, τραυματίστηκες, πόνεσες, γιατρεύτηκες, άλλαξες, διαμορφώθηκες.
Και έγινες αυτό που είσαι τώρα.
Οπλισμένος με ορμή και πάθος για να προχωρήσεις, αφήνοντας πίσω ό,τι δε σε χωρά και σε θυμώνει.