Θα έπρεπε, το ξέρω. Να σε έχω κατεβάσει από το βάθρο που κάποτε σου έστησα. Να έχω δει όλα εκείνα τα μικρά, αόρατα ελαττώματά σου που με τον καιρό έγιναν βουνά. Να έχω καταλάβει πως οι λέξεις σου ήταν πιο μεγάλες από τις πράξεις σου. Κι όμως, δεν το έκανα.
Γιατί; Ίσως επειδή ο μύθος σου ήταν το καταφύγιό μου. Μια ψευδαίσθηση που ζέσταινε το μέσα μου όταν η πραγματικότητα κρύωνε. Ίσως επειδή εσύ ήσουν η απόδειξη ότι μπορούσα να πιστεύω ακόμα σε κάτι μεγαλύτερο από την καθημερινότητα. Ή ίσως επειδή, αν σε απομυθοποιούσα, θα έπρεπε να αποδεχτώ πως ήμουν κι εγώ ένα κομμάτι αυτού του ψέματος.
Σε κράτησα ψηλά, ακόμα κι όταν όλα έδειχναν πως έπρεπε να σε αφήσω να πέσεις. Αγνόησα τις ενδείξεις, τα βλέμματα που ξέφευγαν, τις στιγμές που έδειχναν πως ήσουν κάτι λιγότερο από αυτό που είχα ανάγκη να πιστεύω. Σε προστάτεψα από την αλήθεια, μόνο και μόνο για να κρατήσω το δικό μου όνειρο ζωντανό.
Κι όμως, τώρα που κάθομαι απέναντι από την πραγματικότητα, σε βλέπω. Όχι όπως σε είδα κάποτε, αλλά όπως είσαι. Κι ενώ όλα μου φωνάζουν πως έπρεπε να σε έχω απομυθοποιήσει, καταλαβαίνω κάτι.
Οι μύθοι δεν φτιάχνονται για να καταρρέουν. Φτιάχνονται για να μας θυμίζουν ποιοι ήμασταν όταν τους πιστεύαμε. Κι εσύ, όσο κι αν άλλαξες, όσο κι αν άλλαξα εγώ, θα είσαι πάντα ο μύθος που κάποτε με έκανε να νιώσω κάτι δυνατότερο από την αλήθεια.
Κι έτσι, δεν σε απομυθοποιώ. Απλώς σε αφήνω εκεί που ανήκεις. Στο παρελθόν. Σαν ένα όνειρο που άξιζε, έστω και για λίγο.