Γράφει η Σοφία Δημητρίου
Δεν ξέρω τι είναι πιο βαρύ. Η σιωπή σου ή τα ψέματά σου. Και τα δύο με πνίγουν, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η σιωπή σου με παγώνει, με καθηλώνει, σαν ένα δωμάτιο γεμάτο σκιές που αρνούνται να μιλήσουν. Τα ψέματά σου, από την άλλη, με καίνε. Με τυλίγουν σαν φωτιά που δεν μπορώ να σβήσω, όσο κι αν προσπαθώ.
Κι όμως, αν έπρεπε να διαλέξω, δεν ξέρω τι θα διάλεγα. Η σιωπή σου έχει μια σκληρότητα που πονάει βαθύτερα από τα ψέματα. Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα· η απουσία των λέξεών σου είναι ήδη ένα δηλητήριο. Κάθε φορά που σε κοιτάζω και δεν ακούω τίποτα, είναι σαν να μου λες ότι δεν αξίζω καν την εξήγηση. Σαν να μην υπάρχω.
Αλλά τα ψέματά σου… αυτά είναι άλλη ιστορία. Ήταν τόσο όμορφα ντυμένα, τόσο πιστευτά, που ήθελα να κλείσω τα μάτια και να βυθιστώ μέσα τους. Με έκαναν να νιώθω ασφάλεια, να πιστεύω ότι όλα είναι καλά, ότι δεν χρειάζεται να ανησυχώ. Και μετά, ένα-ένα, έπεσαν. Σαν γυαλί που σπάει, αφήνοντάς με να μαζεύω τα κομμάτια και να κόβομαι. Με κάθε κομμάτι που μαζεύω, μια νέα πληγή.
Και τώρα είμαι εδώ. Να ζυγίζω τη σιωπή σου και τα ψέματά σου, σαν να προσπαθώ να καταλάβω τι πονάει περισσότερο. Αλλά μήπως το πιο βαρύ δεν είναι ούτε η σιωπή ούτε τα ψέματα; Μήπως το πιο βαρύ είναι ότι εγώ έμεινα; Ότι συνέχισα να ψάχνω την αλήθεια σε μια θάλασσα από μισές αλήθειες και σιωπές;
Ξέρεις τι με σκοτώνει περισσότερο; Ότι κάποτε σε πίστευα. Πίστευα στα λόγια σου, στις υποσχέσεις σου, ακόμα και στα κενά που άφηναν οι σιωπές σου. Και τώρα; Τώρα δεν ξέρω τι είναι πιο βαρύ. Ξέρω μόνο ότι κουράστηκα να κουβαλάω το βάρος σου.
Μην μιλήσεις. Μην εξηγήσεις. Η σιωπή σου λέει ήδη όλα όσα χρειάζεται να ξέρω. Και τα ψέματά σου; Δεν έχουν πια χώρο εδώ. Γιατί εγώ κουράστηκα να μετράω το βάρος τους. Τώρα μετράω το δικό μου. Και ξέρεις κάτι; Είναι πιο ελαφρύ χωρίς εσένα.