Γράφει η Βίκυ Πλευρίτη
Μου λείπεις!
Μια κουβέντα, δύο λέξεις, αντηχούσαν στα αφτιά μου και έσκασαν σα κροτίδα μέσα μου, σπάζοντας όλες τις άμυνες που είχα χτίσει.
Νόμισα πως σε είχα διαγράψει, δε σε σκεφτόμουν πια, μπορούσα να ζω και να υπάρχω χωρίς εσένα! Προχώρησα, ξέχασα τον πόνο, ξέχασα ακόμα και όσα ένιωσα για σένα, αφιέρωσα την ενέργεια μου σε οτιδήποτε άλλο εκτός του να σε σκέφτομαι.
Σε συνάντησα. Δεν ταράχτηκα, θαρρούσα πως δεν είσαι τίποτα πια για μένα.
«Μου λείπεις», ήταν η μοναδική σου κουβέντα, χωρίς τα υπόλοιπα τυπικά, χωρίς κανένα φίλτρο, το ξεστόμισες! Άλλη λέξη δεν βγήκε από τα χείλη σου. Μόνο ντράπηκες, η μορφή σου πήρε εκείνο το κόκκινο χρώμα, τα μάτια σου γυάλιζαν και ο κόμπος στο λαιμό έκδηλα φώναζε, πως υπερέβηκες τη λογική σου.
Κοντοστάθηκα, διαλύθηκα, έσπασα. Σκιάχτηκα, φοβήθηκα για κάθε μου βήμα που είχα κάνει μακριά σου διανύοντας μίλια όλο αυτό τον καιρό, πως πήγαν στα χαμένα. Βρέθηκα στην αφετηρία. Στο ξεκίνημα του τέλους μας.
Όχι, δεν μπορεί τόσος κόπος, τόση δουλειά με το μέσα μου, τόσες κραυγές που κατάφερα μόνη μου να ησυχάσω. Δε μπορεί δύο λέξεις μόνο, να με σείουν έτσι συθέμελα!
«Δε μου λέει τίποτα» , σου απάντησα! «Να προσέχεις», σου χτύπησα το μπράτσο από αμηχανία, και έφυγα!
Στην ερχόμενη στροφή έκατσα στο πρώτο σκαλοπάτι που βρήκα μπροστά μου, έτρεμα από φόβο για ότι μου ξαναπροκάλεσες. Έπιασα με τα δύο μου χέρια το πρόσωπο μου, πήρα δέκα ανάσες, ας είναι καλά τα σεμινάρια της ψυχικής ανθεκτικότητας, και φώναξα δυνατά ένα: «Γιατί;» που πίσω του κρύβονταν όλος ο πόνος και όλα όσα αισθάνθηκα για σένα, έρωτας, πάθος, αγάπη, όνειρα, προσδοκίες συνοδευόμενες από το πένθος και την προδοσία σου. Ύστερα τα χείλη μου ψιθύρισαν, «Σήκω, δε σου άξιζε! Ο χρόνος του στη ζωή σου τελείωσε, μαζί με την ακούσια φυγή του».
Σηκώθηκα ξανά, δεν είχα πια άλλους δαίμονες να παλέψω. Είχα νικήσει, μπορεί να με αναστάτωσες με μια σου κουβέντα στα ξαφνικά, μα δεν θα με εξουσίαζες ούτε καν στη σκέψη μου ξανά! Σε νίκησα έρωτα μου, σε ξερίζωσα!