Γράφει η Ρόη Κατσάνου
Δεν ξέρω αν το κατάλαβα τότε ή αν το συνειδητοποίησα αργότερα. Αλλά εκείνο το βράδυ… άξιζε να είναι το τελευταίο.
Δεν είχε εντάσεις, δεν είχε φωνές, δεν είχε την ασφυκτική σιωπή που βαραίνει τον αέρα όταν δυο άνθρωποι έχουν ήδη τελειώσει, αλλά κανείς δεν τολμά να το πει. Ήταν ένα βράδυ σχεδόν όμορφο. Ένα βράδυ που, αν το πάγωνες στον χρόνο, θα έλεγες πως η αγάπη ακόμα υπήρχε.
Τα μάτια σου δεν είχαν την κούραση των προηγούμενων ημερών. Δεν υπήρχε εκείνη η απόσταση που είχε γίνει συνήθεια ανάμεσά μας. Ήταν σαν για λίγο, για λίγες ώρες, να ξεχάσαμε όλα όσα μας έφεραν ως εδώ.
Γελάσαμε. Ήπιαμε. Είπαμε ιστορίες από τότε που ακόμα μετρούσαμε τα “μαζί” μας με προσμονή και όχι με απόσταση. Κι εγώ ήξερα.
Ήξερα πως αυτή η αίσθηση δεν θα κρατούσε. Ήξερα πως, όταν θα ερχόταν το επόμενο πρωί, θα έμπαινε ξανά το φως στα σκοτάδια μας και θα βλέπαμε ξεκάθαρα όλα όσα παρίσταναν πως δεν υπήρχαν. Ήξερα πως, αν μέναμε, αν δίναμε άλλη μια παράταση, η όμορφη στιγμή θα λερωθεί.
Δεν έπρεπε. Γιατί μερικές στιγμές δεν τις ζεις. Τις αποχαιρετάς.
Και αυτό το βράδυ, αυτό το σχεδόν όμορφο βράδυ, άξιζε να είναι το τελευταίο.
Γιατί δεν ήθελα να σε θυμάμαι κουρασμένο από εμάς. Δεν ήθελα να σε θυμάμαι να απομακρύνεσαι. Δεν ήθελα να μας δω να γινόμαστε δυο ξένοι που μένουν από συνήθεια.
Ήθελα να μας αφήσω εκεί, στην ωραία μας στιγμή. Να είμαστε πάντα εκείνο το χαμόγελο, εκείνη η ματιά, εκείνο το φιλί που δεν είχε ακόμα βαριά γεύση αποχαιρετισμού.
Γιατί δεν είναι τα λόγια που τελειώνουν τους ανθρώπους. Είναι η στιγμή που καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί.