Σε έχασα, όταν δεν σε εμπιστεύτηκα..
Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Σε σκέφτομαι. Πολύ… Κουλουριασμένη πάνω στον καναπέ μας, κρύβω το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι σου και προσπαθώ να αναπνεύσω το άρωμά σου.
Μου λείπεις. Πάντα μου λείπεις. Ακόμα και τις στιγμές που γελάω. Βλέπεις, ποτέ δε σε ξεπέρασα. Ώρες ατέλειωτες βυθίζομαι στον καναπέ, εκεί που κάποτε καθόσουν εσύ. Στον καναπέ που είχες διαλέξει για μας. Στον καναπέ που με τραβούσες πάνω σου και κάναμε έρωτα με πάθος μέχρι το ξημέρωμα.
Και τώρα; Τώρα μονάχη μου ακουμπάω στο μαξιλάρι που έχει ακόμα το σχήμα του κορμιού σου και μυρίζει το άρωμά σου. Κρατάω στα χέρια μου ένα τριαντάφυλλο, ένα ροζ αποξηραμένο τριαντάφυλλο. Μου το είχες φέρει μια μέρα στη δουλειά, όταν πετάχτηκες για λίγο να με δεις και να μου κλέψεις ένα φιλί. Έτσι είχες πει, θυμάσαι; Τα μάτια σου έλαμπαν και το χαμόγελό σου θύμιζε ένα σκανταλιάρικο αγόρι, που μόλις είχε κάνει αταξία.
Είχες μια τρέλα που πολλές φορές με τρόμαζε. Βλέπεις, εγώ ήμουν πάντα συνετή και προγραμματισμένη κι εσύ τόσο παρορμητικός, που με αποσυντόνιζες. Ήθελα τόσο να αφεθώ σε κάθε σου παρόρμηση, να σε ακολουθήσω στα ταξίδια του μυαλού σου, να σπάσω για χάρη σου όλους τους κανόνες και να κάνω για σένα τη μεγαλύτερη τρέλα. Αλλά η έμφυτη δειλία μου μ’ έκανε να φοβάμαι το άγνωστο. Κι αντί να σε ακολουθήσω στον ανοιχτό σου ορίζοντα, προσπάθησα να σε εγκλωβίσω στη δική μου μίζερη ασφάλεια. Νόμιζα πως έτσι θα μπορέσω να σε κρατήσω.
Μέχρι που είδα την απογοήτευση στο βλέμμα σου. Και τότε τρόμαξα. Γιατί κατάλαβα πως λίγο λίγο σε χάνω. Γιατί οι φόβοι μου δεν ήταν τελικά ασπίδα, αλλά εμπόδιο στο δρόμο μας. Εσύ ζητούσες να με πάρεις αγκαλιά, να μου φορέσεις φτερά για να πετάξω μαζί σου, μα εγώ φοβόμουν να πλησιάσω τον ήλιο που έλαμπε στα μάτια σου. Με κράταγες σφιχτά να μη φοβάμαι, μα εγώ η δειλή δε μπόρεσα τελικά να εμπιστευτώ. Όχι εσένα, εσένα σ’ εμπιστεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Τον εαυτό μου δε μπόρεσα να εμπιστευτώ και τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να σε χάσω. Και μαζί με σένα έχασα και μένα.
Τώρα ξαπλώνω μόνη μου στον καναπέ και σου φωνάζω να γυρίσεις. Παρακαλάω να γυρίσεις και να με πάρεις αγκαλιά. Γιατί μου λείπεις, μου λείπεις αφόρητα. Η μυρωδιά σου έχει αρχίσει να ξεθυμαίνει απ’ το μαξιλάρι σου κι εκείνο το τριαντάφυλλο ξεθώριασε, δεν είναι πια ροζ.
Κι εγώ κατάλαβα πως δεν υπάρχω μακριά σου. Γύρνα, κι εγώ θα μάθω να πετάω μαζί σου. Γύρνα, κι εγώ δε θα φοβάμαι τη φωτιά. Γύρνα, σου λέω…
Κι ας καώ. Τουλάχιστον θα καώ στην αγκαλιά σου…