Έλα, θα πάμε μια βόλτα μαζί στη δική σου κόλαση.
Γράφει η Αικατερίνη Γρηγοράκου
Πάει καιρός που δε γράφω πια τίποτα.
Σωπαίνω με όλους τους τρόπους, σου κρύβομαι.
Θέλησα -όσο τίποτε άλλο δεν έχω θελήσει πρωτύτερα- να μην μπορείς πια να με διαβάζεις σαν ανοιχτό βιβλίο, να μη ξέρεις πια τι σκέφτομαι, ούτε σε ποιο πλάσμα θα μεταμορφωνόμουν, καθώς κρυβόμουν από σένα μέσα στο σκοτεινό ιστό των σκέψεων μου.
Εσύ, πάντα εσύ, που τα καθόριζες όλα.
Κι εγώ απ’ την άλλη πλευρά, που σου επέτρεψα να γίνεις ο μόνος ήλιος στο σύμπαν μου.
Ο κόσμος γύρω μας κατέρεε κι εσύ με κοιτούσες απελπισμένος, ανίκανος να σώσεις τον εαυτό σου, πόσο μάλλον εμένα, που σε χρειαζόμουν.
Έτσι, άφησα κατά μέρος τις λέξεις.
Όσο ακόμα μιλούσα, σε διεκδικούσα, τότε ακόμη πάλευα να σε κερδίσω. Ύστερα, ήρθε από ψηλά η σιωπή.
Θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει και γαλήνη.
Σε είχα πια αποφασίσει, όμως εσύ χαμένος στα σκοτάδια σου, δεν το αντιλήφθηκες έγκαιρα.
Ω, ξέρω αγάπη μου.. μέσα στην κόλαση αγαπηθήκαμε βαθύτερα απ’ όσο αγαπηθήκαμε στο φως. Σε ανέλαβα σα χρέος ιερό κι άλλο πιο βαθύ απ’ αυτόν τον έρωτα, δεν υπάρχει.
Εσύ που μ’ απαρνήθηκες εκατό φορές, που πρόδωσες τον εαυτό σου για να εκδικηθείς τα λάθη μου, εσύ ο ίδιος μου φόρεσες τη βασιλική κορώνα με τα χέρια σου και μ’ έστεψες δική σου βασίλισσα.
Τον καιρό που τα είχες όλα χάσει, εκεί στην άκρη του γκρεμού.
Σε κοίταξα -θυμάσαι;- και σου είπα: «ας παίξουμε τη ρώσικη ρουλέτα. Μια σφαίρα στη θαλάμη κι αν τύχει, έχασα».
Ω, εγώ σε είχα από καιρό αποφασίσει, αγάπη μου, πριν καν γεννηθώ.
Θα στεκόμουν ατόφια στο πλάι σου, όταν ούτε εσύ ο ίδιος δε θα πίστευες πια στον εαυτό σου.
Όταν όλοι οι άλλοι θα σε δίκαζαν φανερά ή κρυφά.
Εγώ, η μόνη σταθερά σου, ο βράχος.
Ότι εγώ θα σε έσωζα απ’ το τέλος σου, πως θα έμπαινα ανάμεσα σ’ εσένα και στην απειλή που σε κύκλωνε, ακόμη κι όταν εσύ με κάθε τρόπο επιχειρούσες να μ’ αποκαρδιώσεις, το ευχόσουν και το ήλπιζες την ίδια στιγμή που μ’ εξόντωνες.
Έπαψα πια να ακούω τις λέξεις σου, να πονάω με τις σιωπές σου.
Έλα, θα πάμε μια βόλτα μαζί στη δική σου κόλαση.
Θα σβήσω τις φωτιές σου, θα σου δώσω τη ζωή σου πίσω.
Έτσι, ακριβώς όπως υποσχέθηκα εκείνη τη μέρα που σε παντρεύτηκα.
Πιστή στον όρκο μου, εγώ που αναγορεύτηκα από σένα ανάξια, παραδόξως εγώ, η πιο άξια από τους ευγενείς.
Δεν το ξέρεις ακόμη αγάπη μου, όμως όταν θα σ’ έχω βγάλει πια έξω στο φως, θα σ’ αφήσω.
Θα έχεις όλη την υπόλοιπη ζωή μπροστά σου, να βυθομετράς τον πόνο του μόνου αληθινού σου έρωτα.
Έλα, θα σε βγάλω έξω, στο φως.