Όταν τη φίλησε για πρώτη φορά, τα καμπανάκια που χτυπούσαν εκείνη την ατελείωτη στιγμή, σχημάτισαν μια λέξη, μικρή, μα απόλυτη: “κάρμα”.
Καθώς τον έσπρωχνε πίσω αντανακλαστικά, ήξερε ότι εκείνη, την ίδια στιγμή, έχανε δύο πράγματα, τον καλύτερο της φίλο, τον άνθρωπο που την καταλάβαινε και από τα μάτια ακόμα, μα και τον έλεγχό της, την αυτοκυριαρχία της.
Ξαφνικά, τον είδε. Είδε τον έρωτα της ζωής της.. τα ταξίδια, τα γέλια, τα βιβλία, όλα όσα είχε ονειρευτεί, προβλήθηκαν στο πρόσωπό του και στροβιλίστηκαν στη δίνη εκείνου του φιλιού. Εκείνου, που λαχταρούσε χρόνια να τους δοθεί, να τους ενώσει επιτέλους.
Κι οι δυο τους, κρυφά δεμένοι σε μιαν αγάπη αόρατη, χρόνια ολόκληρα περπατούσαν δίπλα δίπλα, μα το μαζί.. αδιανόητο..
Κι ήρθε κάποτε εκείνη η στιγμή, η παραπάνω, που ένα βλέμμα του σκοτεινιασμένο, όλο παράπονο, ευθυγράμμισε την καρδιά της στους χτύπους της δικής του.
Τον ερωτεύτηκε την ίδια εκείνη ώρα, έναν άντρα ώριμο, με μάτια μικρού αγοριού.. Είχε μια παιδικότητα που τη λύγισε, ανάκατη με μια ορμή που τη σάστισε..
Αγαπήθηκαν με τέτοιο πάθος, όσο και η διαφορετικότητά τους. Λιγομίλητος, συγκρατημένος και τακτικός εκείνος, χειμαρρώδης, ακατάσχετη και ακατάστατη εκείνη.
Τον θαύμαζε σαν αριστούργημα, την άκουγε και την πρόσεχε μαγεμένος.
Οι ώρες τους λίγες, αλλά ονειρεμένες, γεμάτες κουβέντες αγκαλιαστές, λουλουδιασμένες.
Την άλλαξε, την ημέρωσε, της χάιδεψε την κουρασμένη της ψυχή. Του θύμισε την αγάπη, τον ονόμασε επιθυμία.
Κι ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί το κάρμα.
Κι οι δυο τους είχαν πια ξαναγεννηθεί, ο ένας μέσα από τον άλλο. Και ξάφνου.. συγκρούστηκαν σε μια τρελή πορεία, μιας ανούσιας αφορμής, δυο πεφταστέρια που συναντήθηκαν για κάποια συμπαντικά, αθόρυβα δευτερόλεπτα και μετά…
Έφτασε μόνο μια μικρούλα στιγμή, για να παραδοθούν άδικα, χωρίς μάχη, σ’ αυτό που τους γέννησε. Στο κάρμα. Λάθος. Κρίμα κι άδικο.
Η ένταση του έρωτα κατέστρεψε τον κήπο της αγάπης τους, τον εξαΰλωσε σαν φωτιά. Καθένας πένθησε με τον τρόπο του. Η πληγή όμως μάτωνε, ξανά και ξανά, αδιάκοπα ανοιχτή τους κοιτούσε με απορία.. η αγάπη τους ήταν ζωντανή, κάτω από τα συντρίμμια.. τους περίμενε.
Εκείνη βάλθηκε να βλάψει τον εαυτό της, σε μια προσπάθεια να πάψει να σκέφτεται, χωρίς αποτέλεσμα.. το μόνο που κατάφερε ήταν να ξεθωριάζει και να μαραίνεται, σαν λουλούδι που το ξέχασαν. Τη χάρη να απωλέσει επιτέλους τη μνήμη της και όλο της το φορτίο, της την έκανε ένα ξεκούρδιστο ρολόι μες στο στήθος της.
Όσο για εκείνον, υποθέτω ότι ζει, κάπου μακριά πια.. κλαίει; γελάει; το βέβαιο είναι πως κάθε πρωί τη ρωτάει, με εκείνη τη βαθιά, ευγενική φωνή του «σήμερα σου είπα πόσο σ’αγαπώ;», παλεύοντας να την αναστήσει, εκείνη, την αγάπη του, τη ζωή του.