Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Δεν είναι απαίτηση. Είναι όριο. Δε γεννιέται από ανασφάλεια, αλλά από επίγνωση. Από εκείνη τη σιωπηλή στιγμή που καταλαβαίνεις πως η παρουσία σου δεν είναι κάτι που πρέπει να «χωρέσει» στη ζωή του άλλου, αλλά να τη φωτίζει. Αν δεν είμαι η λαχτάρα σου, δε θέλω να είμαι τίποτα απολύτως. Γιατί έμαθα πως το μισό δε με αφορά.
Δεν ψάχνω να με διαλέξεις από συνήθεια, από φόβο μοναξιάς ή από ανάγκη επιβεβαίωσης. Δε θέλω να είμαι η ασφαλής λύση, η βολική επιλογή, το «καλό παιδί» που δεν ενοχλεί. Θέλω να είμαι αυτό που σε ξυπνά. Αυτό που σου λείπει πριν ακόμα φύγει. Αυτό που δεν αντικαθίσταται με πρόγραμμα, λογική ή δικαιολογίες.
Ξέρω τι αξίζω και γι’ αυτό δεν παζαρεύω τη θέση μου. Η αξία μου δε φωνάζει, δεν παρακαλά, δε στέκεται στην άκρη περιμένοντας. Στέκεται ίσια. Κοιτάει κατάματα. Κι αν δεν αναγνωρίζεται, αποχωρεί χωρίς θόρυβο. Όχι από περηφάνια που πληγώθηκε, αλλά από σεβασμό που ωρίμασε.
Η λαχτάρα δεν κατασκευάζεται. Δε διδάσκεται, δεν επιβάλλεται. Είναι εκεί ή δεν είναι. Κι όταν δεν είναι, δεν προσπαθώ να πείσω κανέναν να με θέλει. Δεν είναι δική μου δουλειά να μικρύνω για να χωρέσω στο μέτρο σου, ούτε να χαμηλώσω το φως μου για να μη σε τυφλώνει. Όποιος αντέχει το φως μένει. Οι υπόλοιποι φεύγουν, κι αυτό είναι εντάξει.
Δε με ενδιαφέρει να είμαι «αρκετή». Αυτό το μέτρο το ξεπέρασα. Θέλω να είμαι αναντικατάστατη. Όχι γιατί είμαι καλύτερη από άλλους, αλλά γιατί είμαι αληθινή. Γιατί δίνω χωρίς υπολογισμό και φεύγω χωρίς εκδίκηση. Γιατί αγαπώ με καθαρότητα και φροντίζω τον εαυτό μου με την ίδια ένταση.
Αν δεν είμαι η λαχτάρα σου δε θέλω να είμαι τίποτα απολύτως. Όχι επειδή δεν αντέχω την απόρριψη, αλλά επειδή τιμώ τα χρόνια μου, την καρδιά και τη διαδρομή μου. Έμαθα ότι το «όλα» δε διαπραγματεύεται και το «λίγο» κουράζει. Προτιμώ τη μοναχικότητα που με δυναμώνει από μια παρουσία που με αδειάζει.
Στο τέλος-τέλος δε ζητάω πολλά. Ζητάω αλήθεια. Ζητάω επιθυμία. Ζητάω εκείνο το βλέμμα που δεν αμφιβάλλει. Αν δεν υπάρχει, συνεχίζω. Με σταθερό βήμα. Γιατί ξέρω ποια είμαι. Κι αυτό μου αρκεί.
