Γράφει η Άννα Μαρκοπούλου
Προσπάθησα. Να το ξεπεράσω, να συνηθίσω, να μάθω να περπατάω χωρίς τη σκιά σου δίπλα μου. Βγήκα, μίλησα, χαμογέλασα, φόρεσα το πιο ατσαλάκωτο προσωπείο μου και έπεισα ακόμα και τον εαυτό μου ότι είμαι καλά.
Αλλά η αλήθεια;
Όπου κι αν πάω χωρίς εσένα, νιώθω απλά μια ξένη.
Ξένη σε δρόμους που κάποτε περπατούσαμε μαζί.
Ξένη σε τραπέζια γεμάτα θόρυβο, αλλά άδεια από το βλέμμα σου.
Ξένη σε αγκαλιές που δεν έχουν το δικό σου βάρος.
Είναι παράξενο, ξέρεις, το πώς κάποιος γίνεται σπίτι σου. Το πώς ένας άνθρωπος γίνεται σημείο αναφοράς, το κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η ζωή σου. Και μετά… φεύγει. Κι εσύ μένεις μετέωρη. Σα να έχασες τη βαρύτητά σου, σα να μην ξέρεις πού να σταθείς.
Όχι, δεν σε ψάχνω. Δεν σε περιμένω. Δεν ζω με το «αν». Δεν αναλύω ξανά και ξανά τα «γιατί». Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα κι όταν όλα έχουν ειπωθεί και όλα έχουν τελειώσει, όπου κι αν πάω, κουβαλάω κάτι από εσένα.
Όχι επειδή θέλω. Αλλά επειδή έτσι γίνεται με τους ανθρώπους που αγάπησες λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε.
Δεν ξέρω αν θα περάσει. Δεν ξέρω αν θα έρθει μια μέρα που θα μπω σε εκείνο το μπαρ, θα περπατήσω σε εκείνο το στενό, θα ακούσω εκείνο το τραγούδι και δεν θα νιώσω ένα μικρό σφίξιμο στο στήθος.
Αλλά ξέρω ότι, προς το παρόν, η απουσία σου είναι πιο δυνατή από την παρουσία όλων των άλλων. Και όσο κι αν γελάω, όσο κι αν βάζω τον εαυτό μου να συνεχίσει, η αλήθεια δεν αλλάζει.
Όπου κι αν πάω χωρίς εσένα, νιώθω απλά μια ξένη.
Και ίσως, το πιο δύσκολο κομμάτι, είναι να μάθω να μη με πειράζει.