Χωρίσαμε, αλλά οι σιωπές σου ακόμα με στοιχειώνουν.
Γράφει η Αντωνία Χατζηγιάννη
Δεν είναι τα λόγια σου που με κυνηγάνε. Δεν είναι τα «γιατί» που άφησες αναπάντητα. Είναι οι σιωπές σου. Εκείνα τα κενά που έλεγαν περισσότερα από όσα θα μπορούσες να πεις ποτέ. Σαν να έκρυβαν όλα όσα δεν είχες το θάρρος να μου πεις κατά πρόσωπο.
Οι σιωπές σου ήταν πάντα πιο δυνατές από τη φωνή σου.
Όταν δεν μιλούσες, ήξερα. Έβλεπα την αλήθεια στα μάτια σου, ένιωθα το βάρος της ανάσας σου, διάβαζα όλα όσα κρατούσες μέσα σου. Και τώρα, ακόμα κι αν δεν είσαι εδώ, οι σιωπές σου είναι παντού. Σαν να γέμισαν τον χώρο που άφησες κενό.
Δεν είναι το τέλος που πονάει. Είναι η ηχώ σου.
Η ηχώ των στιγμών που προσπαθούσα να καταλάβω τι σκεφτόσουν. Η ηχώ της απουσίας σου που φωνάζει πιο δυνατά από ό,τι έκαναν ποτέ οι λέξεις σου. Χωρίσαμε, αλλά οι σιωπές σου με ακολουθούν, σαν να αρνούνται να φύγουν.
Προσπαθώ να τις αγνοήσω.
Να γεμίσω το κενό που άφησες με φωνές, με ήχους, με οτιδήποτε. Αλλά οι σιωπές σου είναι πάντα εκεί, σαν ένα κομμάτι του εαυτού σου που δεν μπορεί να με αφήσει. Και ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο. Δεν έπρεπε να μείνεις μέσα μου, αφού διάλεξες να φύγεις.
Οι σιωπές σου ήταν το πιο δυνατό σου όπλο.
Με έκαναν να αμφιβάλλω, να περιμένω, να ψάχνω απαντήσεις που ποτέ δεν ήρθαν. Και τώρα, αυτές οι ίδιες σιωπές είναι ό,τι μου έμεινε από εσένα.
Χωρίσαμε. Αλλά, με έναν παράξενο τρόπο, οι σιωπές σου με κρατάνε ακόμα δεμένη. Και ίσως αυτό είναι το πιο σκληρό μέρος της ιστορίας μας. Όχι ότι φύγαμε, αλλά ότι ποτέ δεν μιλήσαμε πραγματικά.