Γράφει η Αντωνία Χατζηγιάννη
Δεν το είπες ποτέ με λόγια. Δεν χρειάστηκε. Τα κατάλαβα από τα βλέμματα που έχασαν το βάθος τους. Από τις σιωπές που γέμισαν τα κενά μας, τις στιγμές που άλλοτε μιλούσαν τα πάντα. Είναι παράξενο, ξέρεις. Σαν να κοιτάς έναν τοίχο που κάποτε είχε πόρτα κι εσύ τη διάβηκες ξανά και ξανά. Τώρα, όμως, η πόρτα χάθηκε. Και ξέρω πως δεν με χρειάζεσαι πια.
Είναι δύσκολο να το αποδεχτείς αυτό. Να νιώθεις πως κάποτε ήσουν το κέντρο του κόσμου κάποιου και τώρα έχεις γίνει μια περιφερειακή σκέψη, ίσως και τίποτα. Οι στιγμές που γεμίζαμε ο ένας τον άλλον είναι τώρα μια ανάμνηση που παλεύω να μη με πνίξει. Γιατί αυτό κάνω. Παλεύω. Παλεύω να μην το αφήσω να με διαλύσει.
Όμως, ξέρεις τι κατάλαβα; Δεν είναι ο κόσμος σου που έσβησε εμένα. Εγώ έσβησα από τον δικό σου. Κι όσο κι αν πονάει, ίσως αυτό να είναι η φυσική εξέλιξη. Ίσως το λάθος μου ήταν πως έμεινα όταν όλα γύρω μου έλεγαν να φύγω. Ίσως φταίει που ήθελα να πιστέψω πως μπορείς να χρειάζεσαι κάποιον ξανά, ακόμα κι όταν έχεις πια όλα όσα χρειάζεσαι μόνος σου.
Δεν πειράζει. Δεν σε κατηγορώ. Μπορεί να μην με χρειάζεσαι πια, αλλά εγώ έμαθα κάτι για μένα. Έμαθα πως η αξία μου δεν μετριέται από το ποιος με χρειάζεται. Είναι δική μου. Κι αν σήμερα πονάω, αύριο θα ξαναβρώ τον εαυτό μου.
Εσύ μπορεί να έχεις προχωρήσει. Κι εγώ θα το κάνω. Όχι επειδή δεν πονάω, αλλά επειδή ξέρω πως η ζωή δεν περιμένει. Δεν περιμένει ούτε εσένα, ούτε εμένα. Και όσο κι αν σε χρειάστηκα, τώρα ξέρω πως πρέπει να μάθω να μη χρειάζομαι κι εγώ εσένα. Γιατί έτσι είναι. Κάποιες πόρτες κλείνουν, κι εμείς πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς να κοιτάμε πίσω.