Γράφει ο Αλέξάνδρος Παπακωνσταντίνου
Κάποτε, δεν έδινες σημασία. Έλεγες λόγια χωρίς να σκεφτείς, έκανες πράξεις χωρίς να μετρήσεις τις συνέπειες. Δεν ήταν κακία – ποτέ δεν ήσουν κακός άνθρωπος. Ήταν απλώς η αφέλεια του να πιστεύεις ότι ο άλλος αντέχει τα πάντα. Ότι τα λάθη σου δεν πονούσαν όσο φαινόταν. Ότι οι πληγές που άφηνες δεν ήταν αρκετά βαθιές για να μείνουν.
Μέχρι που ήρθε η σειρά σου.
Ξαφνικά, βρέθηκες από την άλλη πλευρά. Σε πλήγωσαν όπως ακριβώς είχες πληγώσει κι εσύ. Με τα ίδια λόγια, τις ίδιες πράξεις, το ίδιο απρόσεκτο βλέμμα που έσπαγε κομμάτια την ψυχή σου. Και τότε το κατάλαβες.
Το κατάλαβες γιατί ο πόνος δεν φεύγει. Μένει. Κάθε λέξη που σε πλήγωσε έγινε μια υπενθύμιση. «Έκανες το ίδιο», ψιθύριζε η φωνή μέσα σου. Θυμήθηκες όλα εκείνα τα βλέμματα που είχες προσπεράσει, τα δάκρυα που είχες αγνοήσει, τις στιγμές που είχες θεωρήσει ασήμαντες. Θυμήθηκες πώς φέρθηκες σε εκείνον τον έναν άνθρωπο που δεν το άξιζε.
Και τώρα; Τώρα νιώθεις. Το βάρος, το κενό, την αδυναμία να εξηγήσεις το «γιατί». Τώρα καταλαβαίνεις πως ο πόνος δεν είναι κάτι που ξεχνιέται εύκολα. Είναι σαν ένα αποτύπωμα που μένει για πάντα στη μνήμη.
Αλλά ίσως, σε αυτόν τον πόνο υπάρχει και κάτι καλό. Η επίγνωση. Η κατανόηση ότι τα λόγια σου, οι πράξεις σου, έχουν δύναμη. Ότι δεν μπορείς να λες και να κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς να σκέφτεσαι τον άλλον.
Το πόσο πλήγωσες κάποιον το καταλαβαίνεις μόνο όταν σου κάνουν το ίδιο. Και ναι, πονάει. Αλλά μέσα από αυτόν τον πόνο, ίσως μάθεις να είσαι καλύτερος. Να αγαπάς πιο προσεκτικά, να νοιάζεσαι πιο βαθιά, να σκέφτεσαι πριν μιλήσεις.
Γιατί τελικά, δεν είναι ποτέ αργά να διορθώσεις. Να ζητήσεις συγγνώμη, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις. Και να μην πληγώσεις ποτέ ξανά κάποιον, όπως σε πλήγωσαν κι εσένα.