Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Οι έρωτες που μένουν απωθημένοι, είναι αυτοί που δεν πεθαίνουν ποτέ λένε. Ότι δεν κατάφερες να γευτείς, ότι δεν κατάφερες να ζήσεις, μένει σαν αγκάθι μέσα σου και τρυπάει την ψυχή σου κάθε φορά που κάποιος ή κάτι το φέρει στη μνήμη σου. Όσος καιρός κι αν περάσει, αυτά τα αναπάντητα “αν”, εξωθούν τη φαντασία σου σε χαμένους, απάτητους Παράδεισους που δεν άγγιξες ποτέ.
Δεν κατάφερα ποτέ να σου δείξω πόσο βαθιά σε ερωτεύτηκα. Τα τείχη που είχες υψωμένα γύρω σου, δεν μ’ άφησαν να μπορέσω ν’ αγγίξω την ψυχή σου τόσο γλυκά, τόσο αληθινά όσο ήθελα.
Ξέρω πως μ’ ερωτεύτηκες κι εσύ πολύ. Όσο κι αν τα χείλη σου δεν τόλμησαν ποτέ να ξεστομίσουν όσα έκρυβε η καρδιά σου, τα τείχη που είχα υψωμένα γύρω μου δεν σ’ άφησαν να πλησιάσεις την ψυχή μου τόσο δυνατά, τόσο τρυφερά όσο ήθελες.
Δειλοί, πληγωμένοι, εγωιστές, διανύσαμε χρόνια ζωής μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Χρόνια ζωής μακριά και κανείς απ’ τους δυο μας δεν μπορεί να απαντήσει στο γιατί. Μάθαμε να ζούμε έτσι, συνηθίσαμε κι ίσως καμιά φορά να λέμε “καλύτερα έτσι”. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να ζήσουν το απόλυτο, το έντονο, το ίσως καταστροφικό. Δεν ήμασταν έτοιμοι, δεν ήμασταν γενναίοι, δεν ήμασταν αρκετά δυνατοί.
Είναι άραγε έτσι ή πάλι μου παίζει παιχνίδια το μυαλό μου; Μήπως έχω απλά θεοποιήσει το απραγματοποίητο; Μήπως έχω απλά εξιδανικεύσει το άπιαστο;
Οι έρωτες που μένουν απωθημένοι, είναι αυτοί που δεν πεθαίνουν ποτέ λένε κι εσύ ακόμη ζεις μέσα μου. Ακόμη κρυφά κι αθόρυβα, η σκέψη σου με ταξιδεύει σε χαμένους, απάτητους Παράδεισους. Εσύ είσαι το πιο δυνατό απωθημένο μου.