Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Την είχε χορτάσει τη ζωή. Την είχε φάει με το κουτάλι. Τη πότιζε με άφθονο νερό και την έλουζε κάθε τόσο με το φως του φεγγαριού. Όσο τη μύριζε εκείνη άνθιζε και όσο άνθιζε αυτή γελούσε.
Τη φούμαρε καθημερινά σα μια τζούρα από σέρτικο τσιγάρο, βαρύ, από ατόφιο χαρμάνι και η μυρωδιά του άνοιγε τη ρουθούνια της σα τους παπαγάλους. Φουμαρε και γούσταρε. Γούσταρε και φτιαχνότανε για μια μέρα ακόμη.
Την αγαπούσε τη ζωή. Τη χόρευε. Τη γλεντούσε. Της χαμογελούσε και εκείνη της φερόταν τρυφερά απλώνοντας της το χέρι όποτε το είχε ανάγκη.
Είχε ζήσει όμως και τη μοναξιά στο πετσί της μα αυτή δε της πήγαινε καθόλου. Την έσφιγγε στο λαιμό και την έπνιγε, της ξέραινε τον αέρα που ανέπνεε και της ρουφούσε το οξυγόνο στην ατμόσφαιρα. Της σταματούσε το αίμα που κυλούσε στις φλέβες της και έκοβε τη κανονική ροή της πορείας της.
Μα κανείς όμως δε της είπε πως έτσι είναι η ζωή. Πότε έτσι και πότε αλλιώς. Πότε άσπρη και πότε μαύρη. Πότε κρύα και πότε ζέστη. Πως πάντα σου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση που όσο τη γλείφεις γλυκαίνει και όποτε τη παρατάς γίνεται πίκρα και σε καίει.
Για αυτό εκείνη αποφάσισε πάντα να τη μασάει και να της δίνει τη γεύση που της αξίζει!