Γράφει η Μαρία Αλεξίου
Το «δεν ξέρω τι θέλω» είναι η πιο εύκολη απάντηση. Ένα καταφύγιο που βρίσκουμε όταν φοβόμαστε να είμαστε ειλικρινείς. Είναι το ψέμα που λέμε στον άλλον, αλλά κυρίως στον εαυτό μας, όταν η αλήθεια γίνεται πολύ δύσκολη για να την παραδεχτούμε.
Ξέρεις όμως τι είναι αυτό που πονάει περισσότερο; Όχι η αβεβαιότητα, αλλά το ότι ξέρω πως δεν είναι αληθινή. Γιατί, βαθιά μέσα μας, όλοι ξέρουμε τι θέλουμε. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε το θάρρος να το πούμε δυνατά.
Το «δεν ξέρω τι θέλω» είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιούμε για να αποφύγουμε τις συνέπειες των επιλογών μας. Για να μην αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι μπορεί να πληγώσουμε κάποιον. Ή, ακόμα χειρότερα, για να μην παραδεχτούμε ότι φοβόμαστε να ρισκάρουμε, να αφεθούμε, να δώσουμε όσα πραγματικά χρειάζεται ένας έρωτας.
Αλλά να σου πω κάτι; Το να μην ξέρεις τι θέλεις δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι να κρύβεσαι πίσω από αυτό, ενώ ο άλλος περιμένει μια απάντηση. Περιμένει μια απόφαση, μια αλήθεια, κάτι που να του δείξει ότι αξίζει να μείνει ή να φύγει.
Κι αν είσαι από αυτούς που λένε «δεν ξέρω τι θέλω», σκέψου το εξής: Μήπως απλώς φοβάσαι να παραδεχτείς ότι δεν θέλεις αρκετά; Μήπως το να πεις «δεν ξέρω» είναι πιο εύκολο από το να πεις «δεν είμαι έτοιμος» ή «δεν μπορώ»;
Όλοι κάποτε φοβηθήκαμε. Αλλά η διαφορά είναι στο αν θα το παραδεχτούμε ή αν θα συνεχίσουμε να κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις. Γιατί το «δεν ξέρω τι θέλω» μπορεί να σε κρατήσει ασφαλή, αλλά ποτέ δεν θα σου δώσει την ευκαιρία να ζήσεις αληθινά. Και τελικά, η ζωή δεν είναι για να κρύβεσαι. Είναι για να τολμάς.