Γράφει η Έλενα Δημάκη
Έχουμε μάθει να κρίνουμε πριν καταλάβουμε.
Να μετράμε τους ανθρώπους με νούμερα, σαν να είναι εξισώσεις.
Εκείνη είναι σαρανταπέντε, εκείνος τριάντα — άρα κάτι δεν πάει καλά.
Εκείνος πενήντα, εκείνη είκοσι πέντε — άρα σίγουρα κάτι κρύβεται.
Λες και το συναίσθημα έχει ημερομηνία λήξης ή manual.
Κανείς δεν σκέφτεται ότι υπάρχουν ψυχές που συναντιούνται στο σωστό λάθος χρόνο.
Ότι δύο άνθρωποι μπορεί να κουμπώσουν όχι επειδή τους το επιτρέπει η κοινωνία,
αλλά επειδή ο ένας βλέπει στον άλλον αυτό που του έλειπε μια ζωή.
Δεν έχει σημασία ποιος γεννήθηκε πρώτος —
σημασία έχει ποιος γεννήθηκε ξανά όταν αγάπησε.
Η κοινωνία έχει πάντα κάτι να πει.
Για εκείνον που διάλεξε νεότερη, είναι “κρίση μέσης ηλικίας”.
Για εκείνη που διάλεξε νεότερο, είναι “απελπισία”.
Μα κανείς δεν βλέπει την απλότητα: δύο άνθρωποι που γελούν μαζί,
που νιώθουν, που αγγίζονται, που έχουν βρει καταφύγιο ο ένας στον άλλον.
Αυτό δεν είναι σκάνδαλο. Είναι ζωή.
Η αγάπη δεν έχει κανόνες, δεν έχει «πρέπει».
Έχει μόνο ένα «μαζί» που παλεύει να σταθεί όρθιο απέναντι σε όλα τα βλέμματα.
Όταν κάποιος σε κάνει να νιώθεις ξανά ζωντανός,
δεν τον ρωτάς την ηλικία του — του κρατάς το χέρι.
Γιατί η καρδιά δεν έχει ημερολόγιο, έχει παλμό.
Αν κάτι πρέπει να μάθουμε, είναι να σωπαίνουμε μπροστά στην ευτυχία των άλλων.
Να μη βαφτίζουμε “περίεργο” ό,τι δεν χωράει στα δικά μας μέτρα.
Γιατί, στο τέλος, όλοι θέλουμε το ίδιο πράγμα:
να βρούμε έναν άνθρωπο που να μας κοιτάζει όπως κανείς δεν το έκανε πριν.
Κι αν αυτός ο άνθρωπος είναι δέκα ή είκοσι χρόνια μεγαλύτερος ή μικρότερος,
τότε τόσο το καλύτερο —
ο χρόνος δεν αφαιρεί από τον έρωτα,
τον κάνει απλώς πιο γενναίο.
