Γράφει η Δανάη Χριστοδούλου
Σκέψου πόσες φορές ήσουν με τη λάθος παρέα.
Δίπλα σε λάθος άτομα. Ανθρώπους που δεν σε άφηναν να ανασάνεις, που έκαναν τη ζωή σου πιο δύσκολη απ’ ό,τι ήδη ήταν. Εκείνους που με έναν τρόπο ύπουλο, σχεδόν ανεπαίσθητο στην αρχή, σε έκαναν να νιώθεις λίγος.
Πόσες φορές ένιωσες αμήχανα από τις προσβολές τους, την κακία τους, τη ζήλια τους. Εκείνη τη βαριά, ύπουλη ενέργεια του φθόνου, που δεν φώναζε δυνατά, αλλά σε τρυπούσε σιγά-σιγά.
Και εσύ, αντί να φύγεις, έμενες.
Γιατί;
Ίσως γιατί δεν ήθελες να φανείς αγενής.
Ίσως γιατί έμαθες να αντέχεις.
Ίσως γιατί νόμιζες πως θα αλλάξουν, πως θα καταλάβουν, πως κάποια στιγμή θα σε δουν όπως πραγματικά είσαι.
Μόνο που ποτέ δεν σε είδαν.
Δεν ήθελαν να σε δουν.
Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν αναζητούσαν τη σύνδεση, δεν ήθελαν να μοιραστούν. Ήθελαν να συγκριθούν. Να νιώσουν λίγο πιο μεγάλοι κάνοντάς σε να νιώσεις μικρός.
Και κάθε στιγμή που έμενες εκεί, σε χώρους που δεν σου ταίριαζαν, με ανθρώπους που δεν σε σεβάστηκαν, δεν ήταν απλώς χαμένος χρόνος. Ήταν στιγμές που σε έκαναν να αισθάνεσαι χαμένος. Σε μειονεκτική θέση, πληγωμένος, ακόμα και προδομένος.
Μέχρι που…
Κάποια στιγμή, κουράστηκες.
Και όταν έβγαλες από τη ζωή σου ανθρώπους αυτού του είδους, κάτι άλλαξε.
Η σιωπή έγινε πιο ήρεμη. Οι μέρες πιο ανάλαφρες. Ο καθρέφτης σου έδειχνε ξανά έναν άνθρωπο που δεν είχε να απολογηθεί σε κανέναν.
Και τότε κατάλαβες πως δεν έχασες τίποτα.
Γιατί όταν ξεφορτώνεσαι το βάρος που δεν σου ανήκει, ξαναβρίσκεις τη γαλήνη. Την ισορροπία. Την ηρεμία.
Γιατί στη ζωή δεν χρειάζεσαι ανταγωνιστές που σε σπρώχνουν προς τα κάτω.
Χρειάζεσαι συναγωνιστές, που σε σηκώνουν όταν πέφτεις.
Χρειάζεσαι αγάπη να καλύψει τις πληγές σου, όχι κάποιον να ρίχνει αλάτι πάνω τους.
Και ξέρεις τι είναι το πιο ωραίο;
Ότι μόλις το καταλάβεις αυτό, δεν κοιτάς ποτέ ξανά πίσω.