Γράφει ο Αλέξανδρος Καρτέρης
Ξέρεις τι είναι το πιο σκληρό;
Όχι το να φεύγεις. Το να έχεις φύγει και να είσαι ακόμα εδώ.
Σαν σκιά. Σαν ανάμνηση που δεν πιάνεται, αλλά μένει.
Σαν σχήμα δίπλα μου, άδειο, και όμως πιο γεμάτο από κάθε άλλη παρουσία.
Εγώ κάθομαι εδώ. Στην ίδια πλευρά, στην ίδια ώρα.
Και όχι, δεν έχω αυταπάτες. Ξέρω ότι δεν θα εμφανιστείς.
Αλλά κάποιες συνήθειες δεν σταματούν απλά επειδή ο άλλος έφυγε.
Μερικές φορές μένεις, γιατί δεν έχεις πού αλλού να πας.
Ήσουν το “μαζί” που δεν έγινε ποτέ ολόκληρο.
Το “σχεδόν” που πονάει περισσότερο κι από το “ποτέ”.
Και τώρα, κάθεσαι δίπλα μου χωρίς να υπάρχεις.
Με την ίδια σου την απουσία να μου θυμίζει πόσο γεμάτος ένιωθα όταν ήσουν εδώ.
Δεν μου λείπεις σαν εικόνα. Μου λείπεις σαν ανάσα.
Δεν μου λείπεις επειδή ήσουν τέλεια.
Μου λείπεις γιατί σε ήθελα με όλα τα ελαττώματά σου.
Και δεν με τρόμαζαν. Με έδεναν.
Μερικές φορές σε φαντάζομαι ακόμα εδώ.
Να σου λέω ένα “τί κάνεις” και να μου απαντάς “έλα κοντά”.
Μα η φωνή σου έχει γίνει σιωπή.
Και το σώμα σου, μια άδεια γραμμή δίπλα μου.
Εσύ δεν είσαι πια εδώ.
Και το ξέρω.
Αλλά εγώ;
Εγώ ακόμα κάθομαι δίπλα σου.
Όχι από αδυναμία. Από πίστη.
Γιατί κάποτε, αυτό το παγκάκι ήταν το μόνο μέρος στον κόσμο που έμοιαζε με σπίτι.
Κι εγώ, σε ό,τι απέμεινε απ’ αυτό, ακόμα κατοικώ.