Γράφει η Ζωή Αρχοντάκη
Σε σκεφτόμουν. Σε ήθελα. Σε φαντασιωνόμουν. Όλο αυτό το ανεκπλήρωτο σε έκανε να φαίνεσαι μεγαλύτερος απ’ ό,τι ήσουν. Μια υπερπαραγωγή στο μυαλό μου. Ένα γαμημένο blockbuster που το έχτιζα πλάνο-πλάνο, με σενάριο καλογραμμένο και πλοκή που ανέβαζε την αδρεναλίνη. Και μετά… σε έζησα.
Όλα αυτά τα χρόνια, σε είχα χτίσει μέσα μου σαν κάτι άπιαστο, κάτι ανώτερο. Ένα γαμημένο τρόπαιο που μου ξέφευγε και, όσο μου ξέφευγε, τόσο το ήθελα. Σα να μην ήταν άνθρωπος. Σα να ήταν το ίδιο το συναίσθημα της προσμονής που με κρατούσε ζωντανή. Και όταν επιτέλους σε είχα; Όταν μου ανήκες όπως εγώ ήθελα τόσο καιρό; Ε, ξενέρωσα.
Δεν ξέρω αν φταις εσύ ή εγώ. Ίσως απλώς δεν είσαι τόσο μεγάλος όσο φάνταζες στο μυαλό μου. Ίσως κι εγώ έπαψα να σε θέλω με τον τρόπο που νόμιζα ότι σε ήθελα. Αλλά ξέρεις κάτι; Όταν κάτι το έχεις για καιρό στο μυαλό σου, το πλάθεις όπως θες, το μεγαλώνεις, το ντύνεις με μυστήριο και μαγεία. Και η πραγματικότητα… ε, η πραγματικότητα σπάνια είναι αντάξια της φαντασίας μας.
Κάποτε σε έβλεπα σαν το μεγαλύτερο λάθος που δεν είχα κάνει ακόμα. Και τελικά αποδείχτηκες ένα ακόμα λάθος που έκανα, απλώς χωρίς τη γοητεία του “ανεκπλήρωτου”.
Και μην παρεξηγηθούμε. Δεν είναι ότι ήσουν κακός. Ήσουν… οκ. Σωστός. Συμπαθητικός. Αλλά η σπίθα που νόμιζα πως θα με κάνει να τρέμω, ήταν ένα φθηνό σπίρτο που κάηκε πολύ γρήγορα. Δεν ήταν καταιγίδα. Ήταν μια ψιχάλα που τελικά απλά με ξενέρωσε.
Κι αν θες να ξέρεις, δεν μετανιώνω που το έζησα. Τουλάχιστον δεν έμεινα με το «αν». Δεν είσαι πια το απωθημένο μου. Είσαι απλώς κάτι που πέρασε. Ένα χαμόγελο με μισόκλειστα μάτια στη μέση της νύχτας, ένα “ωραία ήταν” που δεν ακούστηκε ποτέ δυνατά, και ένα “άντε γεια” που ήρθε φυσικά, χωρίς δράματα.
Γιατί, τελικά, αυτό που ποθούσα τόσο, ήταν η ιδέα σου. Και οι ιδέες… είναι ωραίες όταν μένουν μακριά. Όταν γίνονται πραγματικότητα, γίνονται απλώς… αδιάφορες.