Κι αν σπάσεις πάλι σε κομμάτια, εγώ θα’μαι εδώ.
Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
Ξύπνησα ένα πρωί, ετοιμάστηκα και ήρθα για να σε δω. Έτσι απο μακριά όπως πάντα. Έτσι απλά να κοιτάξω τα μάτια σου. Έτσι απλά να φέρω τον ήλιο που τόσο επίμονα κάποτε μου ζητούσες.
Ακόμα κι αν δεν αλλάζαμε κουβέντα, αφήναμε τα μάτια μας να μιλήσουν. Έτσι είχαμε γίνει εμείς τον τελευταίο καιρό. Και ήμουν ok με αυτό.
Που να φανταστώ πως εσύ θα έλειπες;
Που να φανταστώ πως δεν θα ξαναγυρίσεις ποτέ πίσω.
Που να φανταστώ πως αποφάσισες έτσι ξαφνικά να αλλάξεις τη ζωή σου;
Ψάχνοντας βαθιά μέσα μου το ήξερα.
Ήξερα πως μια μέρα θα φύγεις. Ήξερα πως κάποια μέρα θα κάνεις το καλύτερο για σένα. Θα ανοίξεις τα φτερά σου και θα φτιάξεις τη ζωή που σου αξίζει.
Μου το είχες πεις κιόλας πως τίποτα δεν σε κρατάει εσένα και πουθενά.
Κι όμως στο άκουσμα της φυγής σου, το αίμα μου πάγωσε. Η ανάσα μου σταμάτησε. Όλα μαύρισαν στα μάτια μου.
Ο ήλιος που κρατούσα στα χέρια μου έκαψε μέχρι και την ψυχή μου.
Και τώρα;
Γιατί να έρχομαι στα μέρη μας; Γιατί να ψάχνω τι να φορέσω τα πρωινά; Ποιος θα με δει και θα μου δείξει μόνο με το βλέμμα του πόσο όμορφα ντυμένη είμαι; Γιατί να φορέσω ξανά το άρωμα που δεν ήθελες να αλλάξω ποτέ;
Πως θα κρατήσω το χαμόγελο και την όρεξη μου μπροστά σε όλους; Πως θα αντέχω να μου μιλάνε για σένα;
Αυτό που πονάει πιο πολύ όμως είναι πως δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Το ξέρω. Πως να σε πετύχω μέσα σε τόσο μεγάλη πόλη; Πως να ξανασυναντηθούν δυο άνθρωποι που δεν μιλάνε καν;
Άνοιξε ένας μεγάλος πόλεμος μέσα μου. Εγώ με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ξέρω πως θα τελειώσει. Έχω μάθει καλά πως πάντα πολεμάω μονάχη μου με το σύμπαν και στο τέλος κερδίζω. Τι απώλειες όμως θα υπάρξουν κι αυτή τη φορά; Ο χρόνος θα γιατρέψει αυτές τις πληγές;
Όχι! Γι’αυτό ένα μονάχα σου ζητώ.
Να περνάς που και που απο τα μέρη μας.
Να περνάς να βλέπω τα μάτια σου, έστω για ένα λεπτό.
Να περνάς να βλέπεις την ερημιά της ψυχής μου.
Να περνάς να παίρνει ο αέρας τη δική σου μυρωδιά.
Κι αν σπάσεις πάλι σε κομμάτια, εγώ θα’μαι εδώ. Εδώ που με άφησες, έτσι ξαφνικά με ένα “Ήρθε η ώρα να φύγω…”