Γράφει η Ελένη Κασιμάτη
Λένε πως η συγχώρεση είναι απελευθέρωση. Πως όταν συγχωρείς, ελαφραίνεις. Πως είναι ένδειξη δύναμης, πως σε κάνει καλύτερο άνθρωπο.
Αλλά να σου πω κάτι;
Δεν συγχωρείς πάντα.
Δεν συγχωρείς εκείνους που σε διέλυσαν, που έφεραν χάος στη ζωή σου και μετά έφυγαν σαν να μη συνέβη τίποτα. Δεν συγχωρείς εκείνους που σε κοίταξαν στα μάτια και είπαν ψέματα, εκείνους που σε έπεισαν πως ήσουν ασφαλής και μετά σου τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια.
Δεν συγχωρείς, απλά μαθαίνεις να ζεις με το χάος που άφησαν.
Γιατί, βλέπεις, κάποιοι άνθρωποι περνούν από τη ζωή σου σαν καταιγίδα. Ξεσηκώνουν τα πάντα, ανακατεύουν τα μέσα σου, κάνουν θόρυβο, σε παρασύρουν, σε μαγεύουν. Και ύστερα… φεύγουν.
Κι εσύ μένεις να κοιτάς το χάος.
Τα κομμάτια που δεν ξέρεις πού να βάλεις, τις σκιές που δεν ξέρεις πώς να διαγράψεις, τις λέξεις που είπαν και τώρα ηχούν σαν ψίθυροι σε δωμάτια άδεια.
Εκεί, λοιπόν, έχεις δύο επιλογές.
Η πρώτη είναι να ψάξεις να τους δικαιολογήσεις, να προσπαθήσεις να καταλάβεις, να συγχωρήσεις.
Η δεύτερη είναι να δεχτείς πως κάποια πράγματα δεν χρειάζονται συγχώρεση, απλά αποδοχή.
Και εγώ έμαθα πως το δεύτερο είναι πιο αληθινό.
Δεν χρειάζεται να δώσω συγχώρεση εκεί που δεν ζητήθηκε. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσω την αδιαφορία, το ψέμα, τη φυγή.
Το μόνο που χρειάζεται είναι να μάθω να ζω με αυτό που έμεινε πίσω.
Να αποδεχτώ πως κάποιοι άνθρωποι δεν θα επιστρέψουν. Πως κάποια «γιατί» θα μείνουν για πάντα αναπάντητα. Πως κάποια τραύματα θα γίνουν μέρος μου, όπως τα σημάδια στο δέρμα που δεν φεύγουν, αλλά με τον καιρό παύεις να τα προσέχεις.
Δεν είναι αδυναμία. Δεν είναι εκδίκηση.
Είναι επιβίωση.
Γιατί, τελικά, η συγχώρεση δεν είναι πάντα το ζητούμενο. Μερικές φορές, το ζητούμενο είναι να συνεχίσεις να ζεις.
Και να βρεις ξανά τον εαυτό σου, μέσα σε όλο αυτό το χάος.