Γράφει ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος
Όταν συνάντησα την ανατολή, συνειδητοποίησα πως ο μαύρος κύκλος της θλίψης είχε τελειώσει πια για μένα.
Ένιωσα την αδυναμία των αποφάσεων του παρελθόντος να μετατρέπεται σε υπερηφάνεια και νίκη της θλίψης μου.
Η θέα της αγάπης είναι η μόνη που αξίζει τη δύσβατη ανάβαση της κοροϊδίας που βίωσα μέχρι να την συναντήσω.
Εάν δεν έχεις ζήσει το σκοτάδι, δεν θα μάθεις ποτέ τι είναι αυτό που αναζητάς. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να εκτιμήσεις το φως του ήλιου και όχι το φως μιας λάμπας που θεοποιείται μπροστά σου.
Κατάφερα να επιζήσω μέσα απ’ τις δοκιμασίες της ζωής, μέσα από σχέσεις που θέλησαν να με πνίγουν σε καπνούς από τσιγάρα και οινόπνευμα, που έκαιγαν τα χείλη μου εκλιπαρώντας για λίγες σταγόνες ευτυχίας.
Αγάπη είχα στο μυαλό μου, ό,τι την έλεγαν, και την συνδύασα με την αρετή της υπομονής.
Έλεγα… θα έρθουν ξανά καλύτερες μέρες.
Πως ήταν μια δύσκολη φάση και θα περνούσε, κάθε φορά που ένα “σ’ αγαπώ” άνοιγε μια νέα πληγή στα στήθη μου.
Η αγάπη γινόταν υπομονή, η υπομονή καταπίεση και κάπου εκεί έχανα το μυαλό μου.
Κάποια στιγμή, όλα άλλαξαν. Κάθε αρνητικό συναίσθημα μετατράπηκε σε θέληση.
Θέλησα να ζήσω την ευτυχία που ποτέ δεν είχα.
Θέλησα να κάψω το σκοτάδι που με αγκάλιαζε, να αναρριχηθώ πάνω από τις στάχτες του, και τα κατάφερα.
Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που τα σκοτάδια μου ήταν τρόπος ζωής.
Τώρα πια έχω ξεχάσει πώς είναι να δύει ο ήλιος με πόνο.
Τώρα έχω εσένα!
Μιαν άλλη αγάπη φωτεινή!
Τα μάτια μου έχουν συνηθίσει να βλέπουν μόνο το φως, γιατί αγάπη μου, από όταν ήρθες στη ζωή μου γνώρισα μόνο τη χαραυγή της Ανατολής!
Ο έρωτας πήρε μορφή.
Όσο για σένα… καημένη άμυαλη;
Ναι, σε θυμάμαι… που και που, και κάνω τον σταυρό μου που γλίτωσα από το βρώμικο “εγώ” σου.
Που και που σε σκέφτομαι, ότι υπήρξα το ανέκδοτο, μέχρι που έγινα ανένδοτος στο ψέμα σου.
Είναι που με αγάπησαν αληθινά.