Ένα σημάδι αναζητώ, να πάψω να φοβάμαι μακριά σου..
Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Σε ψάχνω…
Χαμένη μέσα στο λαβύρινθο της σκέψης μου, αναζητώ ένα σημάδι της παρουσίας σου.
Αναζητώ το χαμόγελό σου, που φώτιζε τις μέρες μου.
Αναζητώ εκείνο το βλέμμα σου, που έλαμπε από προσμονή κάθε φορά που με κοιτούσες.
Περιμένω ν’ ακούσω τη φωνή σου, εκείνη τη φωνή που ηρεμεί την ψυχή μου κι εξαφανίζει τους φόβους μου.
Σιωπή…
Το τηλέφωνο βουβό και η ησυχία στο σπίτι εκκωφαντική.
Νοσταλγώ εκείνες τις μέρες, που το γέλιο σου γέμιζε τον αέρα.
Τότε που μου μίλαγες ασταμάτητα κι εγώ έλιωνα σε κάθε κουβέντα σου.
Τότε που με πείραζες σε κάθε γκάφα μου κι εγώ έκανα ότι σου θυμώνω, γιατί σου άρεσα όταν ήμουν τσαντισμένη.
Θυμάσαι;
Τότε που μπερδεύαμε τα χέρια μας και κάθε άγγιγμα ξεσήκωνε τις αισθήσεις μας.
Και κάθε φορά που τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν, νιώθαμε την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.
Μα τώρα λείπεις.
Και μου λείπεις πολύ.
Κι αυτή η γαμημένη σιωπή δεν αντέχεται.
Να μπορούσα μόνο να σ’ ακούσω λίγο…
Να πάρω δύναμη από την παρουσία σου, για να μη φοβάμαι.
Να σου ψιθυρίσω ότι είμαι πάντα δίπλα σου, για να μη νιώσεις μόνος σου ποτέ.
Άραγε μ’ ακούς που σου μιλάω;
Νιώθεις το χάδι μου, την ώρα που κοιμάσαι;
Μου λείπεις…
Κι αναζητώ ένα σημάδι, για να πάψω να φοβάμαι.
Μέσα στο σκοτάδι ψάχνω την δική σου αγκαλιά.
Την αγκαλιά σου, που χώρεσε όλα μου τα όνειρα.
Αναζητάω το κορμί σου, που κούμπωνε τόσο αβίαστα πάνω στο δικό μου.
Αναζητάω το φιλί σου, για να μπορώ να ανασαίνω απ’ την ανάσα σου.
Ακούω το χτύπο της καρδιάς σου και νιώθω ζωντανή.
Ζωντανή και δικιά σου.
Ολοδικιά σου.
Ακούς;
Σ’ ακολουθώ.
Εκμηδενίζω τα χιλιόμετρα και ακυρώνω το χρόνο.
Παλεύω με θεούς και δαίμονες και για χάρη σου κάνω δυνατά τα αδύνατα.
Για σένα.
Σου ψιθυρίζω “Σ’ αγαπώ” και τα στέλνω κοντά σου.
Για να με νιώθεις δίπλα σου όπου κι αν είσαι.
Άραγε μ’ ακούς;
Σε ψάχνω.
Σε βρίσκω.
Σε κλείνω μέσα μου.
Εδώ εσύ, εκεί εγώ.
Μαζί εμείς.
Ακούς; Μαζί!
Πάντα.
Στα πάντα.
Για πάντα.