Τα ακριβότερα λόγια μοιάζουν φτωχά μπροστά στη σιωπή.
Το πολυτιμότερο πράγμα που έμαθα κοντά σου; Nα σωπαίνω.
Μου έδειξες πώς να χαλιναγωγώ το μυαλό μου, πώς να ηρεμώ την ψυχή μου, πως να ησυχάζω.
Δίπλα σου γνώρισα τη γλυκιά αμηχανία της κοφτερής μου γλώσσας, την απουσία της μάταιης φλυαρίας, που συχνά πυκνά με κυρίευε.
Στην αρχή απόρησα με το γεγονός, το θεώρησα ξένο σώμα, που ήρθε και σφηνώθηκε μέσα στο κεφάλι μου.
Αντί όμως να με εγκαταλείπει, ή να εμφανίζεται σποραδικά, ήρθε κι έγινε μια πραγματικότητα σάρκινη, μια γλώσσα άλαλη.
Ο λόγος μου, που ως τα τώρα έρρεε άφθονος κι ακαταμάχητος, συχνά αμετροεπής, έδινε σιγά σιγά τη θέση του σε κάτι άπιαστο για μένα, μυθικό θα τολμήσω να πω.. Στο βλέμμα.
Εκείνο το βλέμμα, το γεμάτο λόγια, γεμάτο σκέψεις και συναισθήματα.
Το κουρασμένο μου μυαλό επιβράδυνε, μείωσε τις στροφές του και έκατσε να ξαποστάσει.
Δεν είχε πια ανάγκη να μετουσιώσει σε λόγο όλα όσα γεννούσε.
Η περίσκεψη και η μελέτη των λογισμών μου βάθυναν και, επιτέλους, για πρώτη φορά, άρχισα να σκέφτομαι πριν μιλήσω.
Η απορία μου έπαψε πια να μεγαλώνει και έδωσε τη θέση της σε μια χαρά άγρια, για ένα απόκτημα νέο, ανέλπιστο.
Και ξέρεις τι άλλο έμαθα; να ακούω.
Να ακούω και να δίνω τη σημασία που έπρεπε σε κάθε τι που άκουγα. Άλλοτε λιγότερη, άλλοτε περισσότερη.
Η βαβούρα, που κάποτε βασίλευε μέσα στο αποκαμωμένο από την υπερβολική σκέψη κεφάλι μου, διαλύθηκε ταπεινωμένη εις τα εξ ων συνετέθη και έκατσε σε μια γωνιά.
Με παρακολουθούσε να παρατηρώ, να κρίνω και μετά να μιλάω ή να ενεργώ και απορούσε, πώς γίνεται να έχασε την πρωτοκαθεδρία της, το θρόνο που της είχα παραχωρήσει εγώ.
Αναρωτιόταν ποιος είναι ο λόγος που την καθαίρεσα.
Τότε κι εγώ, άνοιξα το στόμα μου και της είπα πως ο λόγος είναι ένας, ένας και μοναδικός: Εσύ.
Τα ευχαριστώ μου, θα τα κλείσω μέσα σε ένα “σ’ αγαπώ” και θα στα δώσω με τον τρόπο που τώρα πια ξέρω καλύτερα, αγάπη μου.. Με ένα βλέμμα.