Γράφει η Φλώρα Σπανού
Λαχταρώ να βρεθείς για μια ακόμη φορά μέσα στην αγκαλιά μου, να γευτώ εκείνο το ζεστό σου φιλί που μυρίζει κανέλα και να χαϊδέψω τρυφερά το όμορφο ετούτο πρόσωπό σου.
Λαχταρώ να χαθώ για μια ακόμη φορά σε εκείνα τα όλο ζωή μάτια σου που όταν τα κοίταζα έχανα κάθε αίσθηση του χρόνου γιατί αρκούμουν μονάχα σε εκείνο το απέραντο γαλάζιο τους φως.
Λαχταρώ να πάμε ξανά βόλτα μαζί στη θάλασσα, να χαθούμε κάτω από την επιφάνειά της και να παίξουμε σαν δύο δελφίνια που απολαμβάνουν τρυφερά τη συντροφιά το ένα του άλλου.
Λαχταρώ να σε πάρω ξανά εκείνο το ταξίδι τα Χριστούγεννα να είμαστε μοναχά οι δυο μας δίπλα στο τζάκι, να πίνουμε ένα μπρούσκο και να μεθάω κάθε φορά από την γλυκιά ζεστασιά των φιλιών σου. Να μεθάω από το γάργαρο γέλιο σου, από την απλότητα των κινήσεων σου και από την μαγεία που σε περιέβαλε όταν το κορμί μου σκέπαζε το δικό σου.
Λαχταρώ να ακούσουμε ξανά μαζί εκείνες τις μελωδίες που τόσο τρυφερά δημιουργούσαν τα δάχτυλά σου όταν τα ακουμπούσες στο αγαπημένο σου μουσικό όργανο. Το πιάνο που σου είχα χαρίσει. Την δεύτερη αγάπη σου επάνω στη γη. Γιατί η πρώτη ήμουν εγώ. Θυμάσαι; Έτσι, μου έλεγες κάθε φορά που τελείωνες ένα κομμάτι. Ένιωθες έρωτα για αυτό, του δινόσουν με όλη σου την ψυχή κι εγώ το απολάμβανα όσο τίποτε άλλο. Δεν χόρταινα να σε θαυμάζω. Μου ‘λειψε η μουσική σου. Μου ‘λειψες εσύ.
Είναι ακόμη εδώ και σε περιμένει, όμως. Κανείς άλλος δεν το αγγίζει. Κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα να το αγγίξει. Παρά μονάχα εσύ. Όπως και καμία άλλη δεν έχει το δικαίωμα να μπει στη ζωή μου. Παρά μονάχα εσύ. Θα σε περιμένω έως ότου να ξυπνήσεις. Και να γίνουν όλες οι αναμνήσεις ξανά πραγματικότητα.
Να πάρουν οι θύμησες ζωή και ετούτη η θλίψη που σκεπάζει τα μάτια μου να φύγει πια μακριά.
Θα περιμένω να ανοίξουν τα μάτια σου για να αντικρίσω ξανά την ζωή. Το γαλάζιο εκείνο του ουρανού, που μου χει κλέψει ετούτο το κρύο δωμάτιο του νοσοκομείου.
Κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ θα έρχομαι να σου μιλώ. Για τις στιγμές που ζήσαμε. Για τις στιγμές που χάσαμε. Για τις στιγμές που ο χρόνος ζήλεψε και μας πήρε μακριά.
Μα θα ‘ρθει μάτια μου ξανά η μέρα εκείνη που θα ζήσουμε ξανά όλα αυτά και ακόμη περισσότερα. Ακράδαντα το πιστεύω.
Το χέρι μου τώρα χαϊδεύει το δικό σου. Τα χείλη μου ακουμπούν τρυφερά τα μαλλιά σου, θέλω φεύγοντας κι ετούτο το βράδυ να πάρω την μυρωδιά σου μαζί μου. Αλλιώς πως γίνεται να κοιμηθώ και τούτο το βράδυ μόνος στο άδειο κρεβάτι;
Μα ετούτα τα χείλη θα χαμογελάσουν ξανά και ετούτα τα μάτια θα αντικρύσουν ξανά το φως που τόσο άδικα τους έκλεψε ο χρόνος. Και μέχρι τότε εγώ θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω.
Όσο χρειαστεί. Ακόμη και μιαν αιωνιότητα μάτια μου, γιατί τι είναι άλλωστε κάθε στιγμή που περνάω μακριά σου; Μια μικρή αιωνιότητα.
Join the discussion