Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
“Κυριακές μοναξιάς, που ένας άγριος βοριάς,
τις βαπτίζει Δευτέρες.
Και Σαββάτα βουβά, σαν εμένα κενά,
με πετάνε σε ξέρες.
Κυριακές ερημιές και γιορτές μοναχές,
μου είχες πει, θα υπάρχεις!
Χριστουγέννων χαρές, μου τις πήρες κι αυτές,
περιμένοντας να ΄ρθεις.”
Σαββατόβραδο!
Και τι έγινε;
Έξω είναι Σαββατόβραδο, μέσα δεν είναι τίποτα.
Μέσα έχει γεμίσει το δωμάτιο μοναξιά μέχρι πάνω.
Ασφυκτιά το δωμάτιο, αλλάζει σχήμα.
Η τηλεόραση κλειστή, μαύρη η οθόνη, έτσι, για να δένει αρμονικά με κάθε τι μαύρο που υπάρχει εκεί μέσα.
Παγωνιά παντού!
Όλα υπό του μηδενός.
Μια σόμπα παλεύει να ζεστάνει τον χώρο. Μάταιη η προσπάθεια της.
Σκοτάδι παντού, φως δεν υπάρχει.
Ίσα που μπαίνει λίγο από κάτι χριστουγεννιάτικα φωτάκια, από το απέναντι σπίτι.
Μόνο κάτι σκιές πάνε και έρχονται μηχανικά και μονότονα μέσα στο δωμάτιο, σαν άθλιοι χορευτές. Χορεύουν στους ρυθμούς μιας ροκ μπαλάντας που ακούγεται σιγανά από το ραδιόφωνο.
Μυρίζει αλκοόλ και κάπνα το δωμάτιο απόψε !
Μυρίζει θάνατο το δωμάτιο απόψε !
Έξω, πλησιάζουν Χριστούγεννα!
Απ΄έξω έχουν μείνει τα Χριστούγεννα.
Μέσα;
Μέσα είναι κενό, εκεί μέσα ο χρόνος έχει παγώσει, δεν υπάρχουν δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, ήμερες, μήνες, τίποτα δεν υπάρχει.
Κάτι σκέψεις, έχουν ανέβει στο ταβάνι μαζί με τον καπνό του τσιγάρου.
Κάτι αισθήματα, πνίγονται σε ένα μπουκάλι αλκοόλ.
Κάτι λόγια, αργοπεθαίνουν που ποτέ δεν πρόλαβαν να ειπωθούν.
Κάτι φωτογραφίες, σκοτεινιάζουν, σκισμένες και σκόρπιες.
Κάτι ελπίδες, σκάνε με δύναμη πάνω στους τοίχους.
Κάτι όνειρα, κείτονται άψυχα στο πάτωμα.
Στο πάτωμα, μαζί με εκείνον.
Εκείνον, που απόψε έχει μαζευτεί κουβάρι σε μια γωνιά.
Κοίτα τον!
Δεν μοιάζει με άντρα, με αγέννητο έμβρυο μοιάζει!
Στα μάτια του βρέχει.
Στο μυαλό του συννέφιασε.
Στα χείλι του χιόνι.
Στο κορμί του παγωνιά.
Φυσάει δυνατά μέσα του.
Έξω, είναι Σαββατόβραδο!
Έξω, πλησιάζουν Χριστούγεννα!
ΤΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ ΠΟΛΥ!
“Κυριακές μοναξιάς, που ένας άγριος βοριάς,
τις βαπτίζει Δευτέρες.
Και Σαββάτα βουβά, σαν εμένα κενά,
με πετάνε σε ξέρες.
Κυριακές ερημιές και γιορτές μοναχές,
μου είχες πει, θα υπάρχεις!
Χριστουγέννων χαρές, μου τις πήρες κι αυτές,
περιμένοντας να ΄ρθεις.”