Εσύ ήσουν το ψέμα και γι’αυτό δεν συναντήθηκες ποτέ με την ελπίδα!
Το όνειρο που μετατράπηκε σ’ εφιάλτη.
Αυτό είσαι πια για μένα. Ένας εφιάλτης όμως νεκρός.
Αδύναμος.
Ένα φάντασμα που πια δεν μπορεί να με στοιχειώσει.
Μπορείς να πανηγυρίσεις την ανυπαρξία σου με την συνεργό σου.
Της έδωσες το όπλο κι εκείνη αδίστακτα στόχευσε και πυροβόλησε.
Δεν σκότωσε όμως εμένα. Απλά μηδένισε το μαρτύριό μου.
Αυτό της ελπίδας.
Βλέπεις η ελπίδα κι εσύ δεν πάτε μαζί.
Διότι το ψέμα στριμώχνεται ανάμεσά σας κι η ελπίδα για να ζήσει θέλει αλήθεια.
Οπότε η δική μου εξοντώθηκε οριστικά μαζί σου.
Τώρα μπορώ να δηλώσω παρουσία στην ζωή μου που κυλούσε ερήμην μου.
Κι εσένα θα σε χαρίσω. Σ’ όποιαν αντέχει να σ’ έχει.
Ή να νομίζει ότι σ’ έχει.
Άνδρες σαν εσένα συνήθως δεν ανήκουν σε καμία για πολύ.
Ευχαριστώ ιδιαιτέρως εκείνη που μου άνοιξε τα μάτια, όπως και τον δρόμο της απελευθέρωσής μου.
Της χρωστώ χάρη για το ξεσκέπασμα του πέπλου που τόσο επιμελώς φρόντιζες να ρίχνεις πάνω σου.
Ένα πέπλο βαρύ σαν αμαρτία.
Με συγχωρείς, που δεν θα κλάψω για τον θάνατό σου.
Δεν προλαβαίνω. Τον χρόνο μου τον εξάντλησες στο να μετρώ τ’ απανωτά σου λάθη.
Έχω μπροστά μου τις γιορτές των Χριστουγέννων να ζήσω και να χαρώ.
Όμως σε αφήνω σε καλά χέρια. Χέρια που σου μοιάζουν.
Χέρια που σου αξίζουν. Δεν υπόσχομαι όμως ότι θα σε νεκραναστήσουν.
Οι άνθρωποι χωρίς καρδιά ανήκουν στους ζωντανούς – νεκρούς και ποιος θέλει να κάνει παρέα μαζί τους;