Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Σε περιμένω.
Δεν ξέρω τι μ’έχει πιάσει και περιμένω όπως περιμένω.
Στην ουσία, γιατί να περιμένεις όταν ο άλλος σε έχει γραμμένο στα παλιά του παπούτσια;
Κι όμως βρίσκομαι στα βαθιά νερά και πνίγομαι για μια σου λέξη.
Μια λέξη δική σου μου αρκεί.
Μου αρκεί μωρέ, τι λέω;
Δεν μου αρκεί, αλλά κάτι θα ήταν κι αυτό για να ηρεμήσει το μέσα μου.
Γιατί το μέσα μου αγριεύει στην απουσία σου και δεν ξέρω ποια λέξη να πιάσω για να στο δώσω να το καταλάβεις.
Ποια λέξη ισούται με την απουσία σου;
Ποια να κρατήσω, ποια να αφήσω για να ικανοποιηθώ;
Να ικανοποιήσω λίγο την ψυχή μου θέλω που σκιρτάει για ένα σου νεύμα, για μια απάντηση κι ας μην υπάρχει η ερώτηση.
Τι να ρωτήσω πες μου, αφού μου τα είπες όλα;
Η καρδιά μου όμως γεννάει λέξεις που ρωτάνε, γεννάει λόγια που καταδιώκονται.
Πώς να σκεφτώ όταν όλη μέρα με καταδιώκεις;
Και γράφω, γράφω και τίποτα δεν γράφω, γιατί γυρίζει η γη ανάποδα κι ανάποδα όλα τα βλέπω.
Πώς να σε βγάλω από μέσα μου, πες μου;
Πώς να γυρέψω άλλη αγκαλιά όταν η δική σου μ’εξουσιάζει;
Πώς να γεμίσω το φως μου, όταν παλεύω με τα σκοτάδια μου;
Πώς να ζωντανέψω το όραμά σου που κυλιέται όλη μέρα δίπλα μου;
Γεμίζεις φως τις πτυχές της ψυχής μου και συνάμα τις αδειάζεις.
Χωρίς να κάνεις τίποτα, χωρίς να μ’αγγίξεις.
Κι όμως τρέμω για ένα σου άγγιγμα, τρέμω για ένα σου φιλί.
Πώς να χορτάσω πλέον σ’άλλο σώμα, πες μου;
Πώς να χωρέσω σ’άλλη αγκαλιά;
Με τιμωρείς με την απουσία σου και ανατινάζεται το ηλεκτρικό μου πεδίο.
Μια φωνή, ένα άκουσμα δώσ’μου για να ηρεμήσω.
Να αποφορτίσω την καρδιά μου που χτυπάει και πάλλεται σαν τρελή.
Γιατί να σε ζητάω τόσο πολύ, πες μου, γιατί;
Πού είσαι τώρα να με πάρεις μια αγκαλιά που κρυώνω;
Γιατί η αγκαλιά σου με ζεσταίνει πιο πολύ απ’όσο θα μπορούσα να φανταστώ..