Γράφει η Βίκυ Πλευρίτη
Σε ένα κουτάκι από παπούτσια κρυμμένο καλά και καταχωνιασμένο κάτω από τις κουβέρτες στο πίσω μέρος της ντουλάπας. Σε ένα κουτάκι της καρδιάς στο πίσω μέρος, καλά φυλαγμένο. Σε ένα κουτάκι της ψυχής θαμμένο απωθημένο.
Σε αυτή τη θέση σε έβαλα και σε ξέχασα στης ζωής μου τη συνέχεια.
Μα ξάφνου μία μέρα θέλησα να κάνω εκκαθάριση και έπεσα πάνω του. Με δισταγμό και ύστερα από λίγη σκέψη το άνοιξα. Και βρήκα μέσα γράμματα και δώρα, φωτογραφίες από κάστρα που τόσο σου άρεσαν και από ταξίδια. Ήταν και εκείνο το αλαβάστρινο μεταξωτό μαντήλι. Βρήκα φυλαχτά.. και εκείνο το πακέτο από τα τσιγάρα σου με μία «συγγνώμη» και ένα «Σ’ αγαπώ».
Εισιτήρια από τρένα και σινεμά που πια αχνοφαίνονταν οι προορισμοί και οι τίτλοι. Τα κλειδιά από το ρετιρέ της οδού Κεφαλληνίας. Και ήρθαν στο μυαλό εικόνες και αγκαλιές. Ερωτικές σκηνές ανέμελες, γεμάτες πάθος και αισθήματα πρωτόγνωρα. Ώρες ατελείωτες στη γωνία του καναπέ γέλια και αστεία και ενίοτε κλάματα και τσακωμοί. Κυνηγητά μέσα στο σπίτι και μια λαχτάρα επιστροφής όσο έλειπε ο ένας ή ο άλλος.
Και εκείνο το χολ… με το που γυρνούσες από τη δουλειά πέφταμε πάνω ο ένας στον άλλο άλλοτε τρέμοντας από πόθο και έρωτα και άλλοτε σαν άγρια θηρία μεριάζοντας μόνο ότι ήταν απαραίτητο για να επιβληθούμε ο ένας στον άλλον.
Και πάντα με κοίταγες στα μάτια και γω τα δικά σου. Μια ένωση του μπλε και του πράσινου. Νύχτες διπλωμένοι και χωμένοι κάτω από τις κουβέρτες, το κρεβάτι που έτριζε και ας κανά δύο φορές μας είχε προδώσει και μας είχε ρίξει κάτω στο πάτωμα. Μα δε μας ένοιαξε συνεχίσαμε σε μια ακόμα ένωση, με γέλια ηδονικά . Εκεί μας βρήκε και το ξημέρωμα κατάχαμα .
Ήρθε στο μυαλό και εκείνο το ατύχημα, και η αγωνία, το κλάμα και ο φόβος πως δε θα ξανασυνέλθεις. Η επιστροφή σου μετά από λίγους μήνες και η αλλαγή σου. Πόσο αλλάξαμε και οι δυο μετά από αυτό. Δεν θα ξαναήμασταν ποτέ ίδιοι. Όχι πως έφταιγε αυτό μα έτσι ήταν γραφτό να γίνει. Τον χωρισμό δε θέλησα να τον επαναφέρω στη μνήμη μου. Είχε πονέσει τότε.
Ώρες που πέρασαν και έγιναν μέρος της ζωής μας. Ώρες μαζί, κάποια χρόνια μαζί.
Σε πήρα τηλέφωνο.
« Έλα» σου είπα και ήρθες. Και αγκαλιά καθίσαμε, τα είδαμε ένα ένα. Πήρες και κανά δυο φωτογραφίες φεύγοντας.
«Με έκανες άντρα» μου είπες.
«Και εσύ με έμαθες πώς να δίνω την αγάπη!»
Σε ένα κουτάκι τόσο μικρό χώρεσε ένας μεγάλος έρωτας , ο δικός μας! Και έμεινε εκεί για να θυμίζει πως οι έρωτες είναι περαστικοί όμως πολύτιμοι σαν θησαυροί σε ένα κουτάκι κλείνονται στης ζωής το πέρασμα. Δεν έχουν αξία καμία για κανέναν άλλο εκτός από αυτούς που τους έζησαν.