Εκείνη ήξερε πως θα είσαι για πάντα μισός μακριά της.


Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Και τώρα ρε φίλε τι θες και γκρινιάζεις;
Ποιο είναι το ζόρι σου;
Εσύ δεν ζήτησες την ανεξαρτησία σου; Εσύ δεν ζήτησες την ελευθερία σου;
Εσύ δεν της είπες πως σε κούρασε και θες μια αλλαγή;
Κι η αλλαγή ήρθε. Και την ελευθερία σου, σου την έδωσε δώρο μαζί με μια ευχή για “καλή ζωή”.
Κι εσύ την διεκδίκησες αυτή την “καλή ζωή”. Ψάχτηκες, κρεπάλιασες, ταξίδεψες, δούλεψες, σκορπίστηκες και σπαταλήθηκες, μόνο που εκείνες τις μικρές ώρες, που ο ύπνος δεν σε πιάνει, την σκέφτεσαι.
Την μυρωδιά της, το άγγιγμά της, όλα εκείνα που μοιραζόσασταν. Ακόμα δεν κατάλαβες πώς μπορούσε να κάνει τα δύσκολα να φαίνονται απλά..
Έκανε την καθημερινότητα παιχνιδάκι κι εσύ πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
Κι αυτό το γέλιο της, γάργαρο, δυνατό, με αυτοπεποίθηση.
Και μετά ξημερώνει, κι η μέρα ξεκινά από την αρχή. Και δεν την σκέφτεσαι. Δεν σου λείπει. Έχεις τη δουλειά, το σκύλο, τις παρέες, τις ξεπέτες, δεν σου λείπει τίποτα μωρέ.
Μέχρι το επόμενο ξημέρωμα, που θα μουρμουρίσεις πάλι το όνομά της.
“Καλή ζωή” σου ευχήθηκε, μόνο που εκείνη ήξερε πως θα είσαι για πάντα μισός μακριά της.