Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Παράλληλες ζωές.
Δύο ψυχές, σε δύο κορμιά που κινούνται για χρόνια παράλληλα. Και δεν συναντιουνται ποτέ.
Με μερικά μέτρα απόσταση, λίγες παραπάνω ανάσες, λίγα περισσότερα ζόρια μεγαλωνοντας.
Κι αλλού ματιά, σίγουρα αλλού κι όχι κατευθείαν στα μάτια του ενός στον άλλο, του μιαν ανάσα σχεδόν μακρινού.
Δύο ψυχές που μεγάλωσαν μαζί στην ίδια γειτονιά κάτω από τον ίδιο ήλιο, στις ίδιες σειρές από δρόμους κι αθηναϊκά τσιμέντα.
Δύο ψυχές που χάθηκαν, που βρέθηκαν σ’ άλλες αγκαλιές, σ’ άλλους προορισμούς.
Δύο ψυχές που η ζωή είχε διαλέξει κάτι άλλο γι’ αυτές. Που το ακολούθησαν, το υποστήριξαν, το έζησαν, έπαθαν, έμαθαν.
Δύο ψυχές συμμαθητές στη ζωή, στην ίδια τάξη κάποτε, στις ίδιες μάχες αργότερα, έστω και με διαφορά φάσης λίγων ετών.
Δύο ψυχές μοναχικές πολύ στο βάθος του είναι τους. Ανάμεσα σε κόσμο πολύ αλλά με το γιατί από μέσα να φωνάζει για το δικό τους, στα μέτρα τους, συνεχώς ακυρωμένο θέλω. Με λογής υποκατάστατα σε είδος σε χρόνο.
Λόγω προτεραιότητων, λόγω συμβιβασμων και ένας θεός ξέρει και για τι άλλο. Ίσως ούτε και οι ίδιοι πια…
Κι ενώ η συνονόματη όριζε το σήμερα, τα σχέδια για της κάθε μιας το αύριο ήταν άλλα.
Κι αυτές οι ψυχές μετά από πολλά χρόνια, πολλά βιώματα, πολλά ναι μεν αλλά, βρέθηκαν ξανά στον ίδιο δρόμο.
Ηλεκτρονικό, σημερινό, αυτόν που επιτάσσουν οι καιροί στην αρχή.
Και τότε συναντήθηκαν πραγματικά.
Και τότε οι ψυχές θυμήθηκαν ποιες είναι.
Κι έτσι κοίταξε τελικά ο ένας στα μάτια τον άλλο.
Και τον αναγνώρισε.
Και τον αγκάλιασε καλωσόριζοντας τον στη ζωή του. Ξανά, με τη σοφία όσων πέρασαν, με την υπόσχεση όσων θα έρθουν.
Που όμως αυτή τη φορά θα τους βρουν μαζί.
Οι παράλληλες κοίτες ενώθηκαν σ’ ένα ποτάμι που οδηγεί σε μιαν ανοιχτή θάλασσα.
Κι είναι ωραία αυτή η απλωσια όταν την μοιράζονται δύο.
Είναι τουλάχιστον πιο υποφερτή όταν έρχονται φουρτούνες.
Με χέρια πλεγμενα, αγκαλιές κουμπωμένες, καρδιές σε σύνδεση και κορμιά σε συντονισμό.
Κι αν αυτό δεν είναι κάρμα αλήθεια τώρα πες μου τι είναι;