Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Έρχεσαι και χτυπάς την πόρτα μου χαράματα, τέσσερα μηνύματα, έξι κλήσεις στο κινητό και δυο απεγνωσμένες φωνές κάτω από το παράθυρο.
Σηκώνομαι παραξενεμένη, αγουροξυπνημένη και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Τι θες εσύ εδώ, τι κάνεις τέτοια ώρα κάτω από το σπίτι μου. Ανοίγω το παράθυρο και σε κοιτάζω. Κάτι περίεργο συμβαίνει, το σώμα σου τραντάζεται, δεν το έχω ξαναδεί να τραντάζεται. Η φωνή σου, που άλλοτε ήταν στιβαρή και σκληρή, τώρα σπάει και χάνεται.
Τι συμβαίνει;
Σηκώνεις τα μάτια σου προς το παράθυρο και με κοιτάζεις, τα βλέπω να γυαλίζουν έντονα, σαν να έκλαιγες.
Εσύ να κλαις; Αποκλείεται, κάποιο λάθος κάνω.
“Κατέβα σε παρακαλώ, έστω για λίγο”, φωνάζεις, με προσπάθεια.
Ταράζομαι στην θέα σου, στο σπάσιμο της φωνής σου, κλείνω το παράθυρο, ρίχνω κάτι πάνω μου και κατεβαίνω.
Σε βάζω μέσα στο σπίτι και σε τυλίγω με μια κουβέρτα να πάψεις να τρέμεις από το κρύο. Ή έτσι νόμιζα.
Καταφέρνω να σε κοιτάξω καλύτερα τώρα. Τα μάτια σου πρησμένα, κόκκινα και μικρά, έκλαιγες για ώρες.
Το σώμα σφίγγεται στην όψη σου μα δεν βγάζω μιλιά. Σε αφήνω να μιλήσεις, να ξελαφρώσεις και ύστερα ότι είναι να πω θα στο πω μια και καλή.
Μ’ αγαπάς σ’ ακούω να λες, με θες και με πονάς. Σου λείπω και ζηλεύεις που κάποιος άλλος μπορεί να βρίσκεται στην ζωή μου. Τι παραπάνω έχει ο οποιοσδήποτε από εσένα με ρωτάς και σε κοιτάω με πίκρα.
Δεν ήθελα να φτάσουμε ως εδώ, δεν ήθελα να σε πονέσω περισσότερο από όσο ήδη πονάς, μα δεν μπορώ πια να μην μιλάω.
Κλαις γιατί, σε ρωτάω, με ποιό δικαίωμα εσύ κλαις για εμένα;
Εσύ, που γύριζες γύρω γύρω και δεν σταμάτησες ποτέ;
Εσύ που έκανες το κομμάτι σου και έπειτα άφησες πίσω σου συντρίμμια;
Αλήθεια εσύ μπορείς και κλαις για εμένα;
Για τον έρωτα μας μου λες και προσπαθώ να μην γελάσω.
Ποιον έρωτα; Εκείνον που ποτέ δεν διεκδίκησες;
Συγγνώμη, λάθος πόρτα χτύπησες απόψε. Κοιμήσου τώρα και αύριο το πρωί ο καθένας ας πάρει επιτέλους τον δρόμο του. Δεν δικαιούσαι δάκρυα, δεν δικαιούσαι τίποτα πια.