Γράφει η Νόνη Διολή
Δύσκολο πράγμα ο γάμος. Βασικά όλες οι διαπροσωπικές σχέσεις έχουν έναν βαθμό δυσκολίας, ο γάμος όμως σε περνάει εντελώς σε άλλη πίστα.
Ασφαλώς, για εμάς τις γυναίκες ο γάμος είναι αυτό που λένε “ζήσε το μύθο σου” ή μάλλον το παραμύθι σου. Ένα παραμύθι που θέλουμε να το ζήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται βιαζόμαστε, τώρα που είμαστε ακόμα μικρές, στα 25 minus ή plus και μέχρι τα 30 το πολύ, γιατί ποια θέλει να γίνει νύφη με τσαλακωμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο;
Άσε που είναι και ο έρωτας στη μέση, δεν υπάρχει λέμε άλλος τέτοιος άντρας, ένας ήταν, λιώνω γι ΄αυτόν, τον αγαπώ, τον θέλω και γρήγορα να τον “κλειδώσω” μη μου τον πάρει καμιά άλλη, είναι και καλό παιδί, ένας μου πέφτει, μη με πάρουν και τα χρόνια και μπω στο ράφι και ποιός ακούει και τη μάνα μου γαμώτο, άσε δε τους συγγενείς, τη γειτονιά. Ένας, δικός μου και “για πάντα”. Έλα λοιπόν να το αρχίσουμε το παραμύθι μας (ή μήπως να το τελειώνουμε;) ας παντρευτούμε.
(Και κάπως έτσι η αισθηματική μας κομεντί ξεκινάει.)
Σκηνή 1η
Το κατάλευκο μακρύ νυφικό που μοιάζει με εκείνα τα λαμπερά φορέματα που φοράγαμε στη Barbie μας, τα άνθη λεμονιάς στα μαλλιά που φτιάχνουν την δική μας πριγκιπική διαμαντένια τιάρα, το γκλίτερ στα χρώματα του μακιγιάζ να μοιάζουμε με νεράιδα φεγγαρολουσμένη, τα κατάλευκα δεκάποντα κάτι σαν το γυάλινο αστραφτερό γοβάκι της Σταχτοπούτας, το αυτοκίνητο σαν άλλη άμαξα με ίππους αντί για άλογα και ο χορός μετά με τον John – John μας στην αστραφτερή την αίθουσα με όλους τους αγαπημένους μας (και μη) να μας χειροκροτούν και να μας καμαρώνουν. Τέλειο το σκηνικό!
(Και ύστερα τα φώτα κλείνουν – backstage).
Το κατάλευκο νυφικό και τ’ άνθη λεμονιάς παίρνουν τη θέση τους στο φωτογραφικό το άλμπουμ μαζί με την τούρτα, το φιλί με το γαμπρό, τους γονείς που καμαρώνουν και τη νεότητά σου που μοιάζει κάπως να θολώνει – ή είναι η ιδέα μου;
Ωραίο και το γαμήλιο ταξίδι, περάσαμε υπέροχα και φέραμε και δώρα για όλους και αποτυπώσαμε την ευτυχία μας και σε ακόμα περισσότερες φωτογραφίες.
Τα δώρα, έλα να ανοίξουμε τα δώρα του γάμου τώρα για να στολίσουμε την κοινή ζωή μας από εδώ και πέρα με ακόμα ένα μίξερ, να και ένας αποχυμωτής και ένα σωρό χρήσιμα (;) κουζινομπιχλιμπίδια.
Μα για στάσου, μου φαίνεται πως διακρίνω μια σκιά στο βλέμμα σου μικρή μου ή μήπως είναι πάλι η ιδέα μου;
Σκηνή 2η
Μαμά, φέρε μου γρήγορα το μπιμπερό, το μωρό κλαίει, πρέπει και να το αλλάξω και να το κάνω μπάνιο και να το κοιμίσω.
Χριστέ μου δεν αντέχω άλλο, δεν ξέρω τι να κάνω πια. Πως πέρασε η ώρα; Μα γιατί άργησε πάλι να γυρίσει από τη δουλειά;
– Πού ήσουν, γιατί άργησες, το φαγητό έχει κρυώσει.
– Δεν πεινάω, έφαγα στη δουλειά. Μα γιατί κλαίει πάλι το μωρό; Με το που μπήκα μέσα, πονάει το κεφάλι μου. Άντε να δεις τι έχει και εγώ πάω να κοιμηθώ.
Πάλι θα πάει να κοιμηθεί, και εγώ εδώ μόνη μου να προσπαθώ να ηρεμήσω το μωρό.
Πάλι εδώ και σήμερα και αύριο και κάθε μέρα μόνη μου να προσπαθώ να τα βγάλω πέρα στη δουλειά, να τα καταφέρω με το σπίτι, ν΄ ακούω τη μάνα μου και τη μάνα του να τσακώνονται για το τι θα πρέπει να κάνω εγώ με το δικό μου το παιδί, με το δικό μου σπίτι, την οικογένειά μου.
Δεν αντέχω!
Σκηνή 3η
Πάλι άργησε.
Δουλειά θα πει πάλι.
– “Το φαγητό είναι στο φούρνο” γράφει το σημείωμα στο ψυγείο.
“Και άφησε μου χρήματα γιατί πρέπει να πληρώσω τους λογαριασμούς, ΔΕΗ, ΕΝΦΙΑ, τα ιδιαίτερα του παιδιού κλπ, όλα είναι γραμμένα στη λίστα που σου έχω αφήσει στο τραπέζι”
“Λογαριασμοί, λεφτά, γκρίνια, βαρέθηκα πια” μονολογεί από μέσα του.
Γυρισμένες πλάτες στο κρεβάτι, αυτός κοιμάται, αυτή κλαίει.
Πόσο θολή πια η νεότητά σου, ρυτίδες είναι αυτές στο μέτωπο και στην άκρη των ματιών σου – ή λες να είναι και πάλι η ιδέα μου;
Σκηνή 4η
Κλάματα, φωνές, καυγάδες, αυτός, η μάνα, η πεθερά, στα πόδια σου μέσα όλοι. Σταματήστε όλοι πια δε μπορεί να διαβάσει το παιδί και δίνει πανελλήνιες φέτος.
Και εσύ, τώρα πια ξέρω θ΄ αργήσεις ν’ έρθεις, θα πάς με τα παιδιά μετά τη δουλειά να πιείτε μπύρες.
Να πας (αγάπη μου;) να πιείς και να προσέχεις, να προσέχεις να μη σε δει κανείς μαζί της και μου το πει και άντε μετά να κάνω την ανήξερη και τη σοκαρισμένη.
Σκηνή 5η
Χτυπάει το μήνυμα στο κινητό.
“Γεια, τι κάνεις;”
Κοιτάς, δεν απαντάς;
Κοιτάς
Δεν απαντάς
Κοιτάς
“Καλά είμαι εσύ;”
Πόσα χρόνια είχα να νιώσω τόσο όμορφα.
Μ’ έκανες να νιώσω τόσο όμορφα.
Όσο και αν προσπαθούσα να μη χάσω τη θηλυκότητα μου, είχα ξεχάσει πραγματικά να αισθάνομαι γυναίκα.
Σ΄ ευχαριστώ που μου θύμησες ότι είμαι γυναίκα.
Όμως τώρα πρέπει να φύγω, πάω να κάνω ντους και να γυρίσω σπίτι, θα έρθει το παιδί από το φροντιστήριο και πρέπει να είμαι εκεί.
Σκηνή 6η
Αμάν ρε μάνα σταμάτα τη γκρίνια, όπου θέλω ήμουν.
Εντάξει θα το βρω το βιβλιάριο.
Φύγε, πήγαινε σπίτι σου και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω όταν το βρω.
Μα τι χαμός γίνεται σε αυτό το συρτάρι. Πρέπει να βγάλω όλα τα χαρτιά έξω.
Μάλιστα, φωτογραφίες, για δες με στα 25 με το κατάλευκο το νυφικό, τα άνθη λεμονιάς μες τα μαλλιά μου, το γκλίτερ που φωτίζει τη νεότητά μου. Μα που πήγαν όλα αυτά, κοιτά το βλέμμα μου το ερωτευμένο, που άραγε να χάθηκε, σε πια υποχρέωση και πιο λογαριασμό να έχει βυθιστεί.
Κι αυτός για δες πως με κοιτούσε, χαμογελούσε και όλα χάνονταν στο φως του. Τώρα τα πάντα έχουν χαθεί στο σκοτάδι της βαριάς ματιάς του.
Πως γίναμε έτσι, φωτογραφίες κίτρινες, χλωμές, ξεθωριασμένες. Μισόλογα, υποχρεώσεις, και σχέσεις τυπικές.
Που πήγε ο έρωτας μετά τον γάμο, που κρύφτηκε, που το ‘σκάσε, που αλητεύει άραγε;
Σκηνή 7η – Μονόλογος
Πως πέρασαν τα χρόνια.
Γερνάω.
Μαμά μ’ ακούς; Γερνάω μα δε σε νοιάζει, “τον άντρα σου και το παιδί σου κακομοίρα μου” σ’ ακούω να μου φωνάζεις.
Μαμά όμως εγώ γερνάω και έχω χάσει πολύ ζωή δική μου για τους άλλους.
Γερνάω σου λέω και θέλω τώρα, όσο ακόμα προλαβαίνω, να ζήσω ότι δεν έζησα τότε που έπρεπε
Θέλω να βγω
Θέλω να διασκεδάσω
Θέλω να κάνω έρωτα
Το σώμα μου, ο νους μου η ψυχή μου όλα διψούν και θέλουν.
Μαμά γερνάω και δεν μπορώ τον χρόνο πίσω να γυρίσω να ζήσω αυτά που έπρεπε να ζήσω στα 25 όταν ήμουν και στα τριάντα μου μετά. Να ζήσω, να μάθω από τη ζωή, να πάθω και ας έχανα τον μεγάλο έρωτα, τον άντρα της ζωής μου που τώρα κοιμάται με άλλη – και εγώ δε λέω σε άλλη αγκαλιά ζητάω παρηγοριά.
Γερνάω μάμα και ο χρόνος λιγοστεύει, το νυφικό μου γάριασε, τα άνθη λεμονιάς μαράθηκαν , το γκλίτερ μου το έλιωσαν τα δάκρυά μου.
Γερνάω και ο χρόνος λιγοστεύει σου λέω, και όσο τον νιώθω να λιγοστεύει τόσο πιο πολύ ζητάω πίσω εκείνη τη ζωή που έπρεπε να ζήσω και δεν έζησα στα 20, στα 25, στα 30 και λίγο πιο μετά.
Επίλογος
Δύσκολο πράγμα ο γάμος κορίτσια και μάλιστα σε μια εποχή σαν και αυτή που διανύουμε τώρα που οι σχέσεις χαλάνε ακόμα και για τον πιο ασήμαντο λόγο. Ο γάμος θέλει δουλειά, θέλει θυσίες, συμβιβασμούς, θέλει αμοιβαία εμπιστοσύνη, κατανόηση, αγάπη -όχι έρωτα- αγάπη θέλει και μάλιστα βαθιά και δυνατή αγάπη για ν΄ αντέξει. Κι όλα αυτά στα 25 minus ή plus είναι δύσκολο να ξέρεις να τα διαχειριστείς.
Είναι θάλασσα ο γάμος και ο βυθός του είναι βαθύς και σκοτεινός. Μη χαραμίσεις την μπουκάλα με το οξυγόνο σου για να βουτήξεις μέσα του μόνο και μόνο γιατί θέλει ο κοινωνικός σου περίγυρος, ή γιατί νομίζεις ότι θα καταλήξεις γεροντοκόρη, ή ότι τελείωσαν οι άντρες. Κοίτα να βουτήξεις μόνο αν είσαι αποφασισμένη να αντιμετωπίσεις τους καρχαρίες, τις σειρήνες και τα άλλα πλάσματα που θα βρεθούν μπροστά σου και πάνω απ’ όλα βούτα μόνο αν το ένστικτό σου λέει πώς όταν τελειώσει το δικό σου οξυγόνο, ο σύντροφος που επέλεξες να κάνετε τη βουτιά μαζί θα είναι εκεί να μοιραστεί το δικό του μαζί σου έστω και με ένα μόνο του φιλί.