Γράφει η Ζωή Διαμαντοπούλου
Αν μπορούσα να σου πω κάτι για το οποίο θα σε έκανε να νιώθεις καλά, λίγο καλύτερα από τότε, θα ήταν πως δυο χέρια δεν μου έφταναν.
Τα δικά μου χέρια.. Κι ας ήμουν σίγουρη για την δύναμη τους.
Σου μίλησα ποτέ για το πόσο δυνατά θα μπορούσα να σε σηκώσω στους ώμους μου; Να σε κουβαλήσω.. Τη στιγμή που θα χρειαστεί.. Τη στιγμή που θα έμενες έξω απ’ όλους, τα χέρια μου θα βρίσκονταν εκεί.
Κι αν έμαθα να αντέχω ήταν γιατί χαρίστηκα για λίγο στον χρόνο. Εκείνη την στιγμή που άφησα τον εαυτό μου, να μοιραστεί σε μια άγνωστη ελευθερία. Μέχρι τότε κενός, ο τότε εαυτός.
Δεν χαριζόμουν. Τα κρατούσα τα κομμάτια μου. Τα προστάτευα χωρίς να τα κρύβω.
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη για τις επιλογές μου. Τις αγαπούσα όμως και σε κάθε μικρό ατόπημα, έδινα ελαφρυντικό. Πως αλλιώς;
Πώς να συνεχίσεις, αν δεν μάθεις να αγαπάς τα λάθη σου και τα σωστά σου; Με συγχωρούσα για λάθη μικρά ή μεγάλα. Λάθη που μετάνιωσα μα συνάμα ταξίδεψα μαζί τους. Κι ας διψούσα κάθε φορά, όταν άρχιζαν να καίνε σιγά-σιγά την παλιά μου σάρκα.
Τύψεις μαζεμένες, κουβαριασμένες, προσωποποιημένες. Λάθη περίεργα, λάθη δικά μου. Αναθρεμμένα μαζί με εμένα. Λάθη που μεστώνουν μέσα σου. Γίνονται ρίζες και χωνεύονται με τον καιρό, στην διάρκεια.
Κι αυτή η περίεργη αξία του χρόνου; Αυτό το καταπιεστικό “θα” που οριοθετεί ζωές, χτίζει όνειρα, προσμένει ανθρώπους; Δημιουργεί ελπίδες, υπόσχεται στιγμές;
Αν μπορούσα να σου πω κάτι, λίγο διαφορετικό από τότε είναι πως με τα χέρια μου δίπλα στα δικά σου, έμαθα για την δύναμη τους.
Μου το επιβεβαίωσαν την επόμενη μέρα, όταν άρχισαν να τρίβονται στον τοίχο. Διαμαρτύρονταν κι αυτά. Αλλιώς είχαν μάθει.
Φροντίζονταν με τον τρόπο τους. Είχαν μια ηρωϊκή εικόνα αυτά τα χέρια. Σκεπάζονταν στα κρυφά.
Φυλάττονταν από μικρές αμυχές. Τα νοιάζονταν, τα φιλούσαν σε κάθε ευκαιρία. Είχαν νοιάξιμο αυτά τα χέρια.
Πήραν και έδωσαν μπόλικη αγάπη. Γέμισαν τα κενά στα ακροδάχτυλα. Κλειδώθηκαν, όπως τους άρμοζε.
Εύθραυστα, μου τα ονόμασες τότε. Έτσι μ’ αγάπησες. Έτσι σε θυμάμαι.