Το “όχι” του έρωτα..
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Έκανα μια κίνηση να φύγω. Ο ηττημένος, άλλωστε, αποχωρεί πάντα πρώτος. Έπειτα το ξανασκέφτηκα. Πήγα κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και γύρισα πίσω στη θέση μου. Ένιωθα αμήχανα. Είχα χρόνια πολλά να πιάσω τον εαυτό μου σε αμηχανία. Στους τριάντα-έναν χειμώνες, που “ανέχομαι” το σινάφι μου, δεν θυμάμαι πόσος καιρός έχει περάσει από την τελευταία φορά, που ένιωσα κάτι αντίστοιχο.
Θηλιά μου φαινόντουσαν όλα γύρω μου. Θηλιά που έσφιγγε όλο και περισσότερο. Καθετί είχε ισοπεδωθεί κι εγώ απλά καθόμουν επάνω στα συντρίμμια και προσπαθούσα μάταια να πείσω τον εαυτό μου, πως υπήρχε ελπίδα ακόμη. Αλλά δεν υπήρχε. Ίσως να μην υπήρξε ποτέ κι απλά να την δημιούργησε η φαντασία μου. Άσχημο πράγμα να φαντασιώνεσαι. Καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια σε ήττα.
Κι ήμουν τόσο κοντά. Έτσι ένιωθα τουλάχιστον. Η ανάγκη, το ανικανοποίητο, η αίσθηση εκείνη η απόκοσμη, το καινούργιο. Οι δαίμονες του μυαλού μου ξεπηδούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο και στήνανε χορό. Κι εκείνη ήταν στο κέντρο. Δεν προσπαθούσε για κάτι. Δεν προσπαθούσε να χαμογελάσει. Δεν το πίεζε. Εκείνες τις δυο-τρεις φορές που χαμογέλασε όλο το βράδυ, όμως, τις θυμάμαι μία προς μία. Κι αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να με στοιχειώσει. Δεν με χωρούσε η καρέκλα πια. Την ένιωθα να καίει. Αόρατα καρφιά τρυπούσαν την πλάτη μου και δεν με άφηναν να ησυχάσω..
Έμοιαζα κι εγώ με εκείνα τα μύρια των ανθρώπων, που έβλεπαν την ίδια “ταινία”, σε δεκάδες επαναλήψεις. Ξέρω. Δικό μου είναι το φταίξιμο, δική μου η θηλιά, δικό μου το σφίξιμο στο στομάχι, δική μου η ξάγρυπνη τούτη νύχτα, δικό μου και το συναίσθημα που δολοφόνησα. Τουλάχιστον είμαι “γεμάτος”. Αν και λίγο αφελής, γεμάτος.
Παραμένω ζωντανός ξέρεις..
Παραμένω ερωτευμένος..
Αυτό.
Ερωτευμένος.